Τελική προσέγγιση της "κραυγής": Είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι, άρα επαναστάτες

Εντάξει, είδαμε ότι δεν είμαστε παράφρονες όταν μας ενοχλεί η αδικία, δεχτήκαμε πως το πρόβλημα έγκειται στη φύση του συστήματος που φετιχοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις, αναγνωρίσαμε πως το λάθος του κράτους συμπίπτει με το λάθος του επαναστάτη –όταν αναλαμβάνουν να λειτουργήσουν στο «όνομα των πολιτών». Καταλάβαμε (δεν είμαστε δα και ηλίθιοι!) πως οι μορφές αντίστασης έχουν να κάνουν με τον αυτοκαθορισμό μας, με τη θέση που εμείς προσδιορίζουμε ότι κατέχουμε.

Και είδαμε πως μόνο ξεπερνώντας τα όρια της ετεροκαθοριζόμενης θέσης μας μπορούμε, στην πραγματικότητα, να αλλάξουμε τον δικό μας κόσμο. Είναι φυσικό αν το σκεφτείς! Όσο δεν βλέπεις έξω από τα παράθυρα της φυλακής σου αποκλείεται να σκεφτείς την απόδραση. Αλλά τι γίνεται με την ίδια τη φυλακή; «Το σύστημα είναι πανίσχυρο, το σύστημα ελέγχει τα πάντα, το σύστημα δεν πέφτει με τίποτα –κλονίζεται μόνο, αλλά σύντομα επανέρχεται». Εντάξει, το σύστημα είναι δυναμικό και διαμορφώνεται από εμάς, αλλά έχει αναπτύξει τέτοιους ισχυρούς μηχανισμούς που μας είναι αδύνατο να το πλήξουμε. Αυτό πιστεύουμε. Αλλά είναι έτσι; Ας δανειστούμε ένα ακόμα απόσπασμα του βιβλίου:


«Η αμοιβαία απώθηση ανάμεσα στην ανθρωπιά και το κεφάλαιο αφενός επιβάλλει στο κεφάλαιο την ανάγκη να εντείνει διαρκώς την εκμετάλλευση της εργασίας και αφετέρου κάνει αυτή τη διαδικασία πιο δύσκολη για το κεφάλαιο. Μπορούμε να μιλήσουμε για κρίση όταν η ανυποταγή ή η μη υποταγή του πράττειν εμποδίζουν την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης που απαιτεί η καπιταλιστική αναπαραγωγή, σε βαθμό που να επηρεάζεται σημαντικά η αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Μέσα στη διαδικασία της κρίσης, το κεφάλαιο επιχειρεί να αναδιοργανώσει τη σχέση του με την εργασία έτσι ώστε να αποκατασταθεί η αποδοτικότητα.

Αυτό απαιτεί την ενεργοποίηση εκείνου που ο Μαρξ ονομάζει αντι-τάσεις στην τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους: αύξηση της εκμετάλλευσης, εξάλειψη ενός αριθμού κεφαλαίων που διαφορετικά θα συμμετείχαν στη διανομή της κοινωνικής υπεραξίας, αποκατάσταση σε μεγάλο βαθμό του αναλογικού ρόλου της ζωντανής εργασίας μειώνοντας το κόστος των στοιχείων του σταθερού κεφαλαίου και περιορίζοντας τη μη παραγωγική χρήση της υπεραξίας.

Αυτό δεν συνεπάγεται μόνο την αναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας αλλά και όλων των συνθηκών που επηρεάζουν τη διαδικασία εκμετάλλευσης, δηλαδή του συνόλου της κοινωνίας. Αυτή η ‘ενεργοποίηση αντι-τάσεων’ ισοδυναμεί τυπικά με χρεοκοπία, ανεργία, περικοπές μισθών, περιορισμό συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, εντατικοποίηση της εργασίας –για όσος διατηρούν ακόμη την εργασία τους –εντατικοποίηση του ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίων και της σύγκρουσης μεταξύ κρατών, περικοπές στις δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και, κατά συνέπεια, αλλαγές στη σχέση μεταξύ ηλικιωμένων και νέων, μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ παιδιών και γονέων, καθώς και αλλαγές στη σχέση μεταξύ διαφόρων πτυχών του εαυτού μας κ.ο.κ.

Η όλη διαδικασία της κρίσης συνεπάγεται μια άμεση αντιπαράθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στο κεφάλαιο και την ανυποταγή και τη μη υποταγή της ζωής. Η αντιπαράθεση εγκυμονεί κινδύνους για το κεφάλαιο: ίσως να μην οδηγήσει σε μεγαλύτερη υποταγή αλλά αντίθετα σε μια πιο ανοιχτή ανυποταγή και σε μια εντατικοποίηση των εμποδίων που συναντάει το κεφάλαιο. Οι κίνδυνοι της αντιπαράθεσης είναι ακόμα πιο ξεκάθαροι από τη σκοπιά των ιδιαίτερων κεφαλαίων ή των ιδιαίτερων κρατών που διατρέχουν τον κίνδυνο της ήττας στον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση που συνεπάγεται η κρίση.

Με άλλα λόγια, το κεφάλαιο γενικά –καθώς και τα ιδιαίτερα κεφάλαια και τα ιδιαίτερα κράτη –ενδεχομένως να επωφελείται από την αποφυγή ή τη μετατόπιση της αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις της ανυποταγής.


(Αν κάνουμε μια μεταφορά, παρουσιάζοντας τη σχέση κεφαλαίου –εργασίας σαν σχέση σκύλου –αφεντικού, όπου ο σκύλος προσπαθεί να πάει προς μια κατεύθυνση και το αφεντικό τραβάει το λουρί για να τον οδηγήσει προς την άλλη πλευρά) η κρίση μπορεί να παραλληλιστεί με τη στιγμή που, κατά την αμοιβαία απώθηση, το λουρί τεντώνεται, σφίγγει τον λαιμό του σκύλου και το χέρι του αφεντικού. Είναι σαφές ότι ούτε ο σκύλος ούτε το αφεντικό μπορούν να συνεχίσουν την πορεία τους. Ωστόσο δεν υπάρχει ακόμα καμιά σιγουριά όσον αφορά το αποτέλεσμα. Αν ο σκύλος είναι αρκετά δυνατός και αποφασισμένος ή έχει αρκετή ορμή, θα σπάσει το λουρί ή θα πετάξει κάτω το αφεντικό του. Αντίθετα, μπορεί το αφεντικό να έχει αρκετή δύναμη και την ικανότητα να επαναφέρει τον σκύλο στην τάξη. Στην πάλη του για να υποτάξει τον σκύλο, το αφεντικό διαθέτει ένα σημαντικό πλεονέκτημα: μπορεί να χαλαρώσει το λουρί. Αυτό αποτελεί τόσο αναγνώριση της δύναμης του σκύλου όσο και μια στρατηγική κίνηση για να κουραστεί ο σκύλος μέχρι να υποταχθεί. Από τη στιγμή που ο σκύλος θα είναι αρκετά κουρασμένος και εξασθενημένος, το αφεντικό, αν το κρίνει αναγκαίο, μπορεί να τον χτυπήσει για να τον επαναφέρει στην τάξη και να σφίξει πάλι το λουρί.

Η χαλάρωση του λουριού, η αποφυγή της σύγκρουσης ως στρατηγικής για τη νίκη στη σύγκρουση αυτή, συνιστάται στην επέκταση της πίστωσης. Η κρίση (και συνεπώς η υλική διάσταση της αντιεξουσίας) δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την ανάλυση του ρόλου της επέκτασης της πίστωσης.


Καθώς τα κέρδη μειώνονται, οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσπαθούν να επιβιώσουν δανειζόμενες χρήμα. Οι κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα προσπαθούν να αποφύγουν την αντιπαράθεση με τους πληθυσμούς τους μέσα από το δανεισμό. Οι εργάτες προσπαθούν να ανακουφιστούν από τα αποτελέσματα της αρχόμενης κρίσης δανειζόμενοι χρήματα. Η αυξημένη ζήτηση για δάνεια, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που προκαλούνται στην παραγωγή λόγω της ανυποταγής, έχει ως αποτέλεσμα να είναι πιο ελκυστικό για το κεφάλαιο να δανείσει χρήμα παρά να το επενδύσει στην παραγωγή.

Το ξέσπασμα της κρίσης οδηγεί σε μια εξάπλωση της πίστωσης και του χρέους. Η συσσώρευση γίνεται όλο και πιο πλασματική: η χρηματική αντιστοιχία της αξίας αποσυνδέεται όλο και περισσότερο από την πραγματική παραχθείσα αξία. Ο καπιταλισμός καθίσταται όλο και πιο πλασματικός, όλο και πιο προσποιητός: οι εργάτες προσποιούνται ότι το εισόδημά τους είναι μεγαλύτερο από αυτό που πραγματικά είναι, οι καπιταλιστές προσποιούνται ότι οι επιχειρήσεις τους είναι αποδοτικές, οι τράπεζες προσποιούνται ότι οι οφειλέτες τους είναι οικονομικά ακέραιοι. Όλοι προσποιούνται ότι υπάρχει μεγαλύτερη παραγωγή υπεραξίας από αυτή που πραγματικά υπάρχει. Όλοι προσποιούνται πως υπάρχει μια μεγαλύτερη υποταγή της εργασίας, με μεγαλύτερη υποταγή της ζωής στην εργασία, από αυτή που πραγματικά υπάρχει.

Με την επέκταση της πίστωσης και του χρέους, όλες οι κατηγορίες της σκέψης μας καθίστανται πιο πλασματικές, πιο προσποιητές. Κατά έναν περίεργο, φετιχιστικό τρόπο, η επέκταση της πίστωσης εκφράζει την εκρηκτική δύναμη της υποτακτικής έγκλισης, την επιθυμία για διαφορετική κοινωνία.

Ωστόσο, συνήθως, η επέκταση της πίστωσης φτάνει σε σημείο που, ως αποτέλεσμα της αποφυγής της σύγκρουσης με την ανυπακοή, η σχετική μείωση της παραγωγής υπεραξίας κάνει αδύνατη τη διατήρηση της πλασματικής κατάστασης. Όλο και περισσότεροι οφειλέτες αδυνατούν να πληρώσουν τα χρέη τους, οι πιστωτές (όπως οι τράπεζες) αρχίζουν να καταρρέουν και η κρίση γρήγορα εντατικοποιείται στο μέγιστο προκαλώντας μεγάλη κοινωνική αντιπαράθεση. Συντελείται μια μαζική καταστροφή του πλασματικού κεφαλαίου, καθώς και μια μαζική καταστροφή των πλασματικών προσδοκιών και επιπέδων ζωής των περισσοτέρων ανθρώπων. Μια τέτοια καταστροφή ενός πλασματικού κόσμου μπορεί να παρατηρηθεί στη χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1929.


Ωστόσο αυτή η κλασσική διαδικασία κρίσης τροποποιείται αν υπάρξει κάποιος ‘δανειστής εσχάτης ανάγκης’ που να μπορεί να συνεχίσει το δανεισμό, να διατηρήσει την επέκταση της πίστωσης έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος. Η πίστωση γίνεται τότε ακόμα πιο ελαστική, ο προσποιητός κόσμος ακόμα πιο φανταστικός. Μοιάζει να μπορεί το λουρί να επεκταθεί επ΄αόριστον δίνοντας τόσο στο σκύλο όσο και στο αφεντικό του την ψευδαίσθηση ελευθερίας.
Στα 70 χρόνια περίπου που μεσολάβησαν από την κατάρρευση του 1929, συντελέστηκε μια αλλαγή στη μορφή της κρίσης. Η πίστωση είναι τώρα πολύ πιο ελαστική και ο ρόλος του δανειστή έκτακτης ανάγκης ακόμα πιο σημαντικός. Η διαρκής επέκταση της πίστωσης και του χρέους βρίσκεται πλέον στον πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο βαθμός εξάρτησης της αναπαραγωγής του καπιταλισμού από τη συνεχή επέκταση του χρέους αποτελεί πλέον την πιο σαφή ένδειξη της ανικανότητας του κεφαλαίου να υποτάξει επαρκώς τη ζωή στην εργασία. Η ανυποταγή της ζωής έχει εισέλθει στον ίδιο τον πυρήνα του κεφαλαίου ως χρόνια οικονομική αστάθεια.»


Τι περισσότερο υπάρχει στο παραπάνω κομμάτι από αυτά που ήδη ξέραμε; Κι αν τα ξέραμε γιατί δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πως το σύστημα είναι όντως ευάλωτο; Γιατί συμμετέχουμε αγνοώντας το εμφανές –που δεν είναι άλλο από την προφανή ώθηση του καπιταλιστικού συστήματος στα όρια κατάρρευσής του; Κι ακόμα περισσότερο, γιατί επιμένουμε πως το «σύστημα είναι ανίκητο»; Ίσως οι συνέπειες όλων των παραπάνω να μας διαφωτίσουν:


«Όσο μεγαλώνει ο διαχωρισμός μεταξύ πραγματικής και νομισματικής συσσώρευσης, τόσο μεγαλύτερο καθίσταται το κενό ανάμεσα στην υποταγή της ζωής που πραγματικά επιτυγχάνεται και την υποταγή που απαιτεί η απληστία του κεφαλαίου. Προκειμένου να επιβιώσει, το κεφάλαιο καθίσταται όλο και πιο απαιτητικό: ‘Γονατίστε! Γονατίστε! Πέστε στα γόνατα! Πουλήστε την τελευταία σταγόνα αξιοπρέπειας που διαθέτετε!’ είναι το σύνθημα του σύγχρονου κεφαλαίου.

Η τάση προς την όλο και πιο έντονη υποταγή κάθε πλευράς της ζωής μας στο κεφάλαιο αποτελεί την ουσία του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης μέσω της εντατικοποίησης και της αναδιοργάνωσης της υποταγής. Ο χωρισμός υποκειμένου και αντικειμένου (η κατάλυση της ανθρωπιάς του υποκειμένου) διευρύνεται με την επέκταση της κυριαρχίας μέσω του χρήματος.

Όπως τον 18ο αιώνα εδραίωσε την κυριαρχία του μέσα από τις περιφράξεις της γης (δηλαδή μέσα από τον διαχωρισμό των ανθρώπων από τη γη), το κεφάλαιο προσπαθεί σήμερα να ξεπεράσει την κρίση του μέσα από την περίφραξη όλο και περισσότερων τομέων της κοινωνικής δραστηριότητας, επιβάλλοντας την κυριαρχία του χρήματος εκεί όπου η υποταγή ήταν μόνο έμμεση.

Η εμπορευματοποίηση της γης, η αυξανόμενη εμπορευματοποίηση της περίθαλψης και της εκπαίδευσης, η διεύρυνση της έννοιας της ιδιοκτησίας ώστε να περιλαμβάνει το software και τα γονίδια, οι περικοπές στην κοινωνική πρόνοια στις χώρες όπου υπάρχει, η αύξηση της πίεσης στη δουλειά: όλα αυτά είναι μέτρα που στοχεύουν στην επέκταση και στην εντατικοποίηση της υποταγής, που σηματοδοτούν νέες περιοχές και λένε ‘ αυτές οι περιοχές υπόκεινται πλέον στην άμεση κυριαρχία του κεφαλαίου και του χρήματος’.

Όπως οι περιφράξεις του 18ου αιώνα σήμαιναν πως συμπεριφορές που μέχρι τότε ήταν προσωπική υπόθεση μετατρέπονταν πλέον σε συμπεριφορές ενάντια στο κεφάλαιο που τιμωρούνταν με το νόμο και την φτώχεια, έτσι και οι σημερινές περιφράξεις σημαίνουν πως συμπεριφορές που προηγουμένως θεωρούνταν φυσιολογικές αρχίζουν να αποτελούν απειλή για το κεφάλαιο».


Ο Χόλογουεη απλώνει τα παραδείγματά του μεταξύ της πάλης που προέρχεται από την ανάγκη των ιθαγενών της Τσιάπας για την διατήρηση της παράδοσής τους και της αδυναμίας διεξαγωγής «μη παραγωγικών» σπουδών στα Πανεπιστήμια, όπου ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας έχουν υποσκελιστεί από «πιο πρακτικά ζητήματα» -από θεματολογία δηλαδή που συνδέεται άμεσα με την παραγωγική διαδικασία. Για να καταλήξει πως ακόμα και η απλή επαφή μεταξύ γονέων και παιδιών είναι πλέον αδύνατη, αφού ο εργασιακός χρόνος επιμηκύνεται αδιάκοπα. Και να δανειστεί την άποψη του Paul Mattick σχετικά με την «μόνιμη κρίση» του καπιταλισμού όπως αυτή είχε παρουσιαστεί στη δεκαετία του 1930:


«Θα μπορούσε κανείς να πει πως βρισκόμαστε σε μια παρόμοια κατάσταση, σε μια παρατεταμένη κρίση που δεν έχει επιλυθεί. Η φράση του Mattick ήταν υπερβολικά αισιόδοξη: η κρίση του 1930 δεν ήταν μόνιμη, όντως ξεπεράστηκε, μέσα από τη σφαγή περίπου τριάντα εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό είναι τρομακτικό.
Ωστόσο τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο όσον αφορά την κρίση. Εμείς είμαστε η κρίση, εμείς οι οποίοι κραυγάζουμε, στους δρόμους, στην ύπαιθρο, στα εργοστάσια, στα γραφεία, στα σπίτια μας. Εμείς είμαστε οι ανυπότακτοι και οι μη υποταγμένοι που λέμε ‘Όχι!’, εμείς που λέμε ‘Ως εδώ!’, ως εδώ με τα ηλίθια παιχνίδια εξουσίας σας, ως εδώ με την ηλίθια εκμετάλλευσή σας, ως εδώ με το ανόητο παιχνίδι στρατιωτών και αφεντικών.

Εμείς που δεν εκμεταλλευόμαστε και δεν θέλουμε να εκμεταλλευτούμε, εμείς που δεν έχουμε εξουσία και δεν θέλουμε να την αποκτήσουμε, εμείς που ακόμη θέλουμε να ζήσουμε μια ζωή που να τη θεωρούμε ανθρώπινη, εμείς που δεν έχουμε πρόσωπο και φωνή. Εμείς είμαστε η κρίση του καπιταλισμού. Η θεωρία της κρίσης δεν είναι μόνο μια θεωρία φόβου, είναι επίσης η θεωρία της ελπίδας».


Ελπίδα; Άλλη μια λέξη που είχα να ακούσω χρόνια, όντας βυθισμένος στην βολική απάθεια του «βετεράνου». Οι Αμερικάνοι χρησιμοποιούν τη φράση «’ve been there, seein’ that» -εντάξει, όλα τα ξέρουμε, όλα τα έχουμε δει, όλα τα έχουμε κάνει. Και καταλήξαμε πως όλα είναι μάταια –σωστά; Οι δημόσιοι υπάλληλοι χρησιμοποιούν το ίδιο επιχείρημα μετά τα δυο πρώτα χρόνια στο Δημόσιο –«αρκετά κουραστήκαμε, ας δουλέψει και κανένας νεότερος, έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν γίνεται». Κοίτα καλύτερα εδώ πέρα –σκέψου πόσες φορές χρησιμοποίησες παρόμοια επιχειρήματα. Υποθέτω όσες ακριβώς έβρισες τους Αμερικάνους που είναι «ανόητοι και άσχετοι» και τους δημόσιους υπάλληλους που είναι «τεμπέληδες και λουφαδόροι». Και ξέρεις πιο είναι το χειρότερο; Πως η ίδια ακριβώς αντίληψη περνάει στους νεώτερους –πλέον οι πιτσιρικάδες τα έχουν δει όλα πριν ξεκινήσουν, έχουν πειστεί για τη ματαιότητα οποιασδήποτε προσπάθειας. Οι πιτσιρικάδες μας είναι ήδη Αμερικάνοι rednecks και δημόσιοι υπάλληλοι που περιμένουν τη σύνταξη. Για κοίτα καλύτερα και σκέψου το.

Έχουν απαντηθεί τα περισσότερα ερωτήματα που τέθηκαν από την αρχή της συγκεκριμένης παρουσίασης, είναι, νομίζω, απτές οι θέσεις που περιγράφονται –μένει μόνο η μαγική λέξη του προλόγου, μένει ανοιχτή η προσέγγιση του όρου «επανάσταση» σε επίπεδο πρότασης:

«Ο στόχος της επανάστασης είναι ο μετασχηματισμός της καθημερινής ζωής. Τότε ασφαλώς αυτή η επανάσταση θα πρέπει να προκύψει από τη συνηθισμένη, καθημερινή ζωή. Η ιδέα μιας κομμουνιστικής επανάστασης είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία δεν καθοδηγούμαστε, στην οποία όλοι αναλαμβάνουμε ευθύνη. Συνεπώς, η σκέψη και οι παραδόσεις μας πρέπει να κινούνται με όρους των μη ηγετών, όχι των ηρώων…

Η επανάσταση μπορεί να υπάρξει ως πιθανότητα μόνο με βάση την υπόθεση ότι το να είναι κανείς επαναστάτης είναι κάτι πολύ φυσιολογικό, κάτι απολύτως κοινό, πως είμαστε όλοι επαναστάτες, αν και κατά έναν τρόπο πολύ αντιφατικό, φετιχοποιημένο, καταπιεσμένο. Η κραυγή, το Όχι, η άρνηση που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής στην καπιταλιστική κοινωνία: αυτή είναι η πηγή του επαναστατικού κινήματος. Η συνύφανση φιλίας, αγάπης, συναδελφικότητας και συλλογικότητας μπροστά στον υποβιβασμό των κοινωνικών σχέσεων που συνυπάρχει με την ανταλλαγή των προϊόντων: αυτή είναι η υλική κίνηση του κομμουνισμού. Δεν πρόκειται βεβαίως για μια προτροπή στην παθητικότητα, αλλά για να καταστεί κεντρική αρχή της επαναστατικής οργάνωσης η ιδέα των Ζαπατίστας πως είμαστε φυσιολογικοί, συνεπώς επαναστάτες.
Η επανάσταση είναι η ‘επιστροφή των απωθημένων’: ‘Η επιστροφή των απωθημένων απαρτίζει την απαγορευμένη και υποχθόνια ιστορία του πολιτισμού’ (Μαρκούζε)».


Το βιβλίο τελειώνει σε αυτό περίπου το σημείο, αλλά αξίζει να παρατεθούν οι τελευταίες παράγραφοι. Θα μπορούσα να τις αναλύω με τις ώρες και να διαβρώσω το νόημά τους. Προτίμησα να τις μεταφέρω αυτούσιες:


«Πώς να αλλάξουμε λοιπόν τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία; Βρισκόμαστε ήδη στο τέλος του βιβλίου και, όπως και στην αρχή του, δεν γνωρίζουμε. Οι λενινιστές γνωρίζουν ή γνώριζαν. Εμείς όχι.

Η ανάγκη για επανάσταση είναι πιο επείγουσα από κάθε άλλη φορά, ωστόσο δεν γνωρίζουμε πια τι σημαίνει επανάσταση. Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτό το ερώτημα, τείνουμε να βήχουμε, να μουρμουρίζουμε κάτι και να προσπαθούμε να αλλάξουμε θέμα συζήτησης.

Εν μέρει, η μη γνώση μας είναι η μη γνώση των ιστορικά ηττημένων: η γνώση των επαναστατών του τελευταίου αιώνα ηττήθηκε. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό: η μη γνώση μας είναι επίσης και η μη γνώση αυτών που κατανοούν πως η μη γνώση είναι μέρος της επαναστατικής διαδικασίας. Έχουμε χάσει κάθε βεβαιότητα, όμως ο ανοιχτός χαρακτήρας της αβεβαιότητας έχει κεντρική σημασία στην επανάσταση. «Ρωτώντας περπατάμε», λένε οι Ζαπατίστας. Ρωτάμε, όχι μόνο επειδή δεν γνωρίζουμε το δρόμο (δεν τον γνωρίζουμε), αλλά και επειδή το να ζητάμε κατευθύνσεις είναι μέρος της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας.

Αυτό είναι ένα βιβλίο χωρίς τέλος. Είναι ένας ορισμός που ταυτόχρονα αρνείται τον εαυτό του. Είναι ένα ερώτημα, μια πρόσκληση για συζήτηση.
Είναι ένα βιβλίο χωρίς αίσιο τέλος. Τίποτα σε αυτό το βιβλίο δεν άλλαξε τη φρίκη της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Πόσα παιδιά πέθαναν άσκοπα από τότε που άρχισα τη συγγραφή του βιβλίου; Και πόσα από τότε που άρχισες να το διαβάζεις; Αν το βιβλίο έκανε οτιδήποτε που να αποδυναμώνει ή να κάνει πιο νωθρή την κραυγή, ή να την εννοιολογεί σε βαθμό που να πάψει να υπάρχει, τότε απέτυχε. Ο στόχος ήταν να την ενδυναμώσει, να την κάνει πιο διαπεραστική. Η κραυγή συνεχίζεται.
Αυτό είναι ένα βιβλίο που δεν έχει (ακόμη;) αίσιο …»

Θεωρώ πως μετά την πολυσέλιδη παρουσίαση των απόψεων του Τζον Χόλογουεη, όπως αυτές παρουσιάζονται στο βιβλίο του «Ας αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία», δεν μένουν πολλά να ειπωθούν. Υπάρχουν όμως πολλά θέματα που πρέπει να συζητηθούν. Από τους αναγνώστες του βιβλίου (κι αυτό είναι το σημαντικό) κι από την επιστημονική κοινότητα (αν και αυτό είναι το λιγότερο σημαντικό).

Έχω μόνο να προσθέσω μερικά ευχαριστώ, σε όσους άντεξαν να διαβάσουν αυτό το αχανές κείμενο και στον Γιώργο Μίχο που προσφέρθηκε να το συμμαζέψει προκειμένου να προσεγγίζεται ευκολότερα.

Κι ένα ακόμα ευχαριστώ στον κύριο καθηγητή, στον Τζον Χόλογουεη που, με το βιβλίο του, δεν μου έδωσε απαντήσεις, αλλά (κι αυτό είναι «σοβαρό όσο και η ζωή σου») στοχοθέτησε τις ερωτήσεις μου.

Posted by...The Motorcycle boy at 11:24 π.μ. 2 comments  

Δεύτερη προσέγγιση της "κραυγής": Ας αρνηθούμε τις ταυτότητες -δεν είμαστε πράγματα

Στο πρώτο μέρος της παρουσίασης των απόψεων του Τζον Χόλογουεη (όπως διατυπώνονται στο βιβλίο «Ας αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία») επιχειρήθηκε η διατύπωση του προβλήματος που σχετίζεται με τις εξουσιαστικές δομές. Είναι, νομίζω, πλέον φανερή η θέση του σχετικά με τις καταπιεστικές λειτουργίες του κράτους και είναι εμφανής η αιτία του προβλήματος. Όλα γίνονται για μας, αλλά χωρίς τη συμμετοχή μας. Η εξουσία μας-για, η εξουσία που διαθέτουμε προκειμένου να ενεργούμε ατομικά (η δύναμή μας), υποτάσσεται στην εξουσία τους-επί. Στην εξουσία πάνω μας με άλλα λόγια, στην εξουσία με τη μορφή που όλοι γνωρίζουμε και απεχθανόμαστε. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση του Χόλογουεη αφορά την κατάλυση της εξουσίας-επί μέσω της χειραφέτησης της εξουσίας-για.

Αυτή η πρόταση είναι εμφανής, αλλά θεωρώ πως δεν έχει γίνει ακόμα προφανής η αναγκαιότητα. Όλοι έχουμε πείρα από τις στρεβλές διαδικασίες που διεξάγονται εντός του κράτους, πολλοί έχουμε κακή πείρα από την επιβολή της εξουσίας, αλλά ακόμα αδυνατούμε να δούμε τον πυρήνα του προβλήματος. Ακόμα δυσπιστούμε σχετικά με την αναγκαιότητα της πρότασης –μήπως θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο; Κάποια τροποποίηση των εξουσιαστικών όρων, κάποια αναδιάρθρωση του κράτους ίσως; Η απάντηση εμπεριέχεται εν πολλοίς, στην εξέταση του προβλήματος το οποίο ορίζεται ως «κοινωνικός φετιχισμός» στις σελίδες του βιβλίου.

Η έννοια του φετιχισμού ακουμπάει στον μαρξιστικό ορισμό της αλλοτρίωσης –στην διαπίστωση δηλαδή πως ο εργαζόμενος, όντας αποκομμένος από το αποτέλεσμα της εργασίας του, αλλοτριώνεται από αυτή αλλά και από το προϊόν, μέρος του οποίου παράγει. Αν δεν βλέπεις τι παράγεις είναι φυσικό να μην πείθεσαι για την χρησιμότητα της εργασίας σου, πολύ περισσότερο εφόσον το τελικό προϊόν δεν σου ανήκει. Αλλά ο φετιχισμός του Χόλογουεη πάει πιο μακριά αφού αγγίζει και τομείς πέραν της πραγμοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων μέσα από την εμπορευματική κοινωνία:

«Ο φετιχισμός που αναπτύσσεται τόσο περίτεχνα στο έργο των πολιτικών οικονομολόγων και άλλων αστών θεωρητικών αποτελεί εξίσου τη βάση των καθημερινών αντιλήψεων ‘κοινής λογικής’ στην καπιταλιστική κοινωνία. Η παραδοχή της μονιμότητας του καπιταλισμού οικοδομείται μέσα στην καθημερινή σκέψη και πρακτική των ανθρώπων σε αυτή την κοινωνία. Η εμφάνιση και η πραγματική ύπαρξη των κοινωνικών σχέσεων ως κατακερματισμένων σχέσεων μεταξύ πραγμάτων συγκαλύπτει τόσο τον θεμελιακό ανταγωνισμό μεταξύ αυτών των σχέσεων όσο και τη δυνατότητα αλλαγής του κόσμου.

Η έννοια του φετιχισμού (αντί κάποιας θεωρίας της ‘ιδεολογίας’ ή της ‘ηγεμονίας’) παρέχει έτσι τη βάση για μια απάντηση στο πολύχρονο ερώτημα: ‘Γιατί οι άνθρωποι δέχονται την εξαθλίωση, τη βία και την εκμετάλλευση του καπιταλισμού;’… Ο χωρισμός του πράττειν από το πεπραγμένο είναι η αποσύνδεση της συγκρότησης ή της γέννεσης από την ύπαρξη. Αυτό που έχει συντελεστεί διαχωρίζεται από το πράτειν που το δημιούργησε. Φτιάχνω μια καρέκλα. Από τη σκοπιά της κοινωνικής ροής του πράττειν υπάρχει μια εφήμερη αντικειμενοποίηση της καρέκλας: ενσωματώνεται άμεσα μέσω της χρήσης (μέσω του πράττειν) στη συλλογική ροή (εάν δεν χρησιμοποιηθεί παύει να είναι καρέκλα από τη σκοπιά του πράττειν).
Στον καπιταλισμό όμως, αυτή η αντικειμενοποίηση δεν είναι τόσο εφήμερη. Η καρέκλα που έφτιαξα υπάρχει πλέον ως ιδιοκτησία του εργοδότη μου. Είναι ένα εμπόρευμα που μπορεί να πουληθεί. Η ύπαρξή της είναι ξεχωριστή από την κατασκευή της. Στην πραγματικότητα, η κατασκευή ή η γένεσή της (το πράττειν που την έφτιαξε) αναιρείται από την ύπαρξή της ως εμπορεύματος: ξεχνιέται, είναι κάτι εντελώς αδιάφορο ως προς την ύπαρξη της καρέκλας. Ο αγοραστής χρησιμοποιεί την καρέκλα και με αυτή την έννοια την επανεντάσσει στο πράττειν, αλλά η ροή έχει σπάσει (πραγματικά και φαινομενικά): δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση μεταξύ του πράττειν του χρήστη και του πράττειν του κατασκευαστή. Η ύπαρξη αποκτά μια διάρκεια. Ο χρόνος ύπαρξης της καρέκλας είναι ένας χρόνος διάρκειας: η καρέκλα τώρα είναι, η μη οντότητά της ξεχνιέται εντελώς.

Η συγκρότηση και η ύπαρξη διαχωρίζονται. Το συγκροτημένο αρνείται τη συγκρότηση, το πεπραγμένο αρνείται το πράττειν και το αντικείμενο το υποκείμενο. Το συγκροτημένο αντικείμενο αποκτά μια ταυτότητα διάρκειας. Μετατρέπεται σε φαινομενικά αυτόνομη κατασκευή. Αυτός ο διαχωρισμός (πραγματικός και φαινομενικός ταυτόχρονα) έχει αποφασιστική σημασία για τη σταθερότητα του καπιταλισμού. Η δήλωση ‘έτσι είναι τα πράγματα’ προϋποθέτει αυτόν τον χωρισμό».

Νομίζω πως το σοβαρότερο πρόβλημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αρχίζει να διακρίνεται. Κι αυτό δεν είναι η κοινωνική αδικία που υφιστάμεθα, δεν είναι η καταπίεση, η πρόκληση θανάτων σε όλα τα μήκη και πλάτη από πολέμους, πείνα, καταστροφή του περιβάλλοντος –όλα αυτά είναι περισσότερο αποτελέσματα, παρά αιτίες. Ακόμα και η οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η επιδίωξη της μεγιστοποίησης του κέρδους δεν αποτελεί την καρδιά του προβλήματος. Γιατί εκεί, στο κέντρο, βρίσκεται ο φετιχισμός και η διαδικασία φετιχοποίησης (αφού μιλάμε για δυναμικές διαδικασίες) –η απόδοση άλλης υπόστασης στα πράγματα, πέρα από την αρχική (ας πούμε «φυσική») τους υπόσταση. Ένα αυτοκίνητο δεν είναι απλά ένα μεταφορικό μέσο κι ας φτιάχτηκε γι΄αυτόν το σκοπό. Ένα μπουφάν δεν είναι μόνο κάτι που μας ζεσταίνει. Και η κοινωνία δεν είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων μας. Γι΄αυτό δεν μπορούμε να αντισταθούμε στο καινούργιο αυτοκίνητο ούτε στο μοδάτο μπουφάν. Γι΄αυτό δεν μπορούμε να σκεφτούμε πως η κοινωνία αλλάζει.

Αν όμως μπορέσουμε να διακρίνουμε αυτή την καθημερινή διαδικασία φετιχοποίησης, αν μπορέσουμε να ξαναδούμε την πραγματική όψη των αντικειμένων, αφαιρώντας τους τις ιδιότητες που προστέθηκαν εκ των υστέρων, θα έχουμε κάνει ένα βήμα εισόδου στην «επανάσταση που συμβαίνει τώρα» και για την οποία μιλάει ο Χόλογουεη. Και αυτή η αντίσταση στη διαδικασία της φετιχοποίησης δεν μπορεί παρά να στρέφεται κατά της ταυτότητας που ορίζει περιορίζοντας:

«Δεν παλεύουμε ως εργατική τάξη, παλεύουμε ενάντια στο να είμαστε εργατική τάξη, ενάντια στην ταξινόμησή μας. Η πάλη μας δεν είναι πάλη της εργασίας: είναι η πάλη ενάντια στην εργασία. Αυτό που προσδίδει ενότητα στον αγώνα μας είναι η ενότητα της διαδικασίας ταξινόμησης (η ενότητα της καπιταλιστικής συσσώρευσης) και όχι η δική μας ενότητα ως μελών μιας κοινής τάξης.
Έτσι, για παράδειγμα, αυτό που κάνει τον αγώνα των Ζαπατίστας σημαντικό για την ταξική πάλη είναι η αντίθεση στην καπιταλιστική ταξινόμηση και όχι το αν οι ιθαγενείς της Ζούγκλας Λακαντόνα ανήκουν ή όχι στην εργατική τάξη (‘είμαστε ιθαγενείς, αλλά ταυτόχρονα είμαστε πολύ περισσότερα από αυτό’ λένε οι ίδιοι).

Δεν υπάρχει τίποτα το θετικό στο να είμαστε μέλη της εργατικής τάξης, στο να ταξινομούμαστε, να δεχόμαστε διαταγές, να μας αποσπάται το προϊόν και τα μέσα παραγωγής μας…. Η ταυτότητα της εργατικής τάξης θα πρέπει να εκληφθεί ως μη ταυτότητα: η κοινότητα αυτών που παλεύουν για να είναι μη εργατική τάξη.

Είμαστε/ δεν είμαστε εργατική τάξη (είτε καθηγητές πανεπιστημίου, είτε βιομηχανικοί εργάτες). Το να πούμε ότι η τάξη θα πρέπει να κατανοηθεί ως ταξινόμηση σημαίνει πως η ταξική πάλη (η πάλη για την ταξινόμησή μας και η πάλη ενάντια στην ταξινόμησή μας) είναι κάτι που μας διαπερνά, συλλογικά και ατομικά. Μόνο αν ήμαστε πλήρως ταξι-νομημένοι θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς να πέσουμε σε αντίφαση, πως ‘είμαστε εργατική τάξη’ (όμως τότε η ταξική πάλη θα ήταν αδύνατη).

… Εκείνοι που αποσπούν υλικά οφέλη από τη διαδικασία ταξινόμησης (συσσώρευσης) μπορούν να καταστείλουν οτιδήποτε τείνει ενάντια ή πέραν της ταξινόμησης σχετικά εύκολα, να ζήσουν στα όρια του φετιχισμού. Το στοιχείο της αντίθεσης θα είναι πολύ πιο έντονο σε αυτούς των οποίων η ζωή ανατρέπεται από τη συσσώρευση (οι ιθαγενείς στο Τσιάπας, καθηγητές πανεπιστημίου, ανθρακωρύχοι, σχεδόν όλοι).
Η ένταση της εναντίωσης θα είναι πολύ πιο μεγάλη σε αυτούς που από-υποκειμενικοποιούνται τόσο βίαια, είτε μέσω της αποβλάκωσης της ατέρμονης επανάληψης σε ανούσιες εργασίες, είτε μέσα στη φτώχεια που αποκλείει οτιδήποτε εκτός από τον αγώνα για επιβίωση. Ωστόσο παραμένει αλήθεια ότι κανένας δεν υπάρχει μόνο ενάντια –και –πέραν: όλοι συμμετέχουμε στο χωρισμό υποκειμένου και αντικειμένου, στην ταξινόμηση των ανθρώπων.

Μόνο στο βαθμό που είμαστε/δεν είμαστε η εργατική τάξη μπορούμε να συλλάβουμε την ιδέα της επανάστασης ως αυτοχειραφέτησης της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να χειραφετήσει τον εαυτό της όσο είναι εργατική τάξη. Το ζήτημα της χειραφέτησης μπορεί να διατυπωθεί μόνο στο βαθμό που δεν είμαστε εργατική τάξη. Ωστόσο μόνο στο βαθμό που είμαστε εργατική τάξη (υποκείμενα που έχουν υποστεί αρπαγή του αντικειμένου τους) προκύπτει η ανάγκη για χειραφέτηση.
Επιστρέφουμε στο αντιφατικό συμπέρασμα: εμείς, το κριτικό υποκείμενο, είμαστε και δεν είμαστε εργατική τάξη.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε είναι παράλογο μόνο γι΄αυτούς που σκέφτονται σύμφωνα με ταυτότητες, μόνο αν θεωρήσουμε πως το ‘είναι’ και το ‘δεν είναι’ αποκλείουν το ένα το άλλο. Η αντίφαση ανάμεσα στο ‘είναι’ και το ‘δεν είναι’ δεν είναι μια λογική αντίφαση, είναι μια πραγματική αντίφαση. Υποδεικνύει το γεγονός ότι πραγματικά είμαστε/δεν είμαστε εμπράγματοι, πραγματικά έχουμε/δεν έχουμε ταυτότητα, όντως είμαστε/δεν είμαστε από-υποκειμενοποιημένοι. Με λίγα λόγια, είμαστε/δεν είμαστε. Η κραυγή μας, η κριτική μας, αποκτούν νόημα μόνο αν κατανοήσουμε την υποκειμενικότητά μας και τον εαυτό μας ως ένα διχασμένο εαυτό».

Θυμάστε το ερώτημα στην αρχή του κειμένου, σχετικά με το πόσο πραγματικές είναι οι δυο βάρκες στις οποίες πατάμε; Εδώ λοιπόν περιέχεται η απάντηση –οι βάρκες πρέπει να είναι πραγματικές. Αυτό που υπάρχει με αυτό που θέλουμε να υπάρξει είναι το ίδιο πραγματικά, αν θέλουμε να είναι πραγματοποιήσιμη η επιθυμία μας. Απλώς αυτό που επιθυμούμε είναι ζωγραφισμένο με αδρές γραμμές, όταν το ήδη υπάρχον είναι πιο έντονο και από φωτεινή επιγραφή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να επιθυμούμε; Μήπως πρέπει να περιοριστούμε στην αποθέωση της ταυτότητας που απέκτησαν, στην αρχή τα αντικείμενα, μετά οι πράξεις μας, οι προθέσεις μας, οι ενέργειές και στο τέλος ακόμα και οι ελπίδες και οι επιθυμίες μας; Οι αδρές γραμμές της επιθυμίας μπορούν να φωτιστούν ίσως, από ένα απόσπασμα κειμένου των εξεγερμένων Ζαπατίστας:

«Τότε ο πόνος που μας ένωνε μας έκανε να μιλήσουμε, και καταλάβαμε πως στις λέξεις μας υπήρχε αλήθεια, νιώσαμε πως δεν υπήρχε μόνο πόνος και βάσανο στη γλώσσα μας, καταλάβαμε πως υπάρχει ακόμη ελπίδα στην καρδιά μας. Μιλήσαμε με τον εαυτό μας, κοιτάξαμε μέσα μας και κοιτάξαμε την ιστορία μας: είδαμε τους πιο αρχαίους πατέρες μας να υποφέρουν και να αγωνίζονται, είδαμε τους πατέρες μας με οργή στα χέρια τους, είδαμε πως δεν μας είχαν αρπάξει τα πάντα, πως ακόμη είχαμε το πιο πολύτιμο, αυτό που μας έκανε να ζούμε, αυτό που έκανε το βήμα μας να υψώνεται πάνω από τα φυτά και τα ζώα, αυτό που έκανε την πέτρα να βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας, και είδαμε, αδέλφια, πως αυτό που είχαμε ήταν η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ, και είδαμε πως ήταν μεγάλη η ντροπή μας που το είχαμε ξεχάσει, και είδαμε πως η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ έκανε τους άντρες και πάλι άντρες, και η αξιοπρέπεια ήρθε πάλι να κατοικίσει στην καρδιά μας, και ήμαστε και πάλι καινούργιοι. Και οι νεκροί, οι νεκροί μας, είδαν πως είμαστε και πάλι καινούργιοι και μας κάλεσαν πάλι, στην αξιοπρέπεια, στον αγώνα».

Και οι γραμμές γίνονται πιο έντονες στο κείμενο του Χόλογουεη:
«Όλα τα επαναστατικά κινήματα στρέφονται ενάντια στη μη ορατότητα. Ίσως το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα να βρίσκεται στο φεμινιστικό κίνημα, όπου μεγάλο μέρος της πάλης γίνεται για να καταστεί ορατό το αόρατο: να καταστεί ορατή η εκμετάλλευση και η καταπίεση των γυναικών, και ακόμα περισσότερο να καταστεί ορατή η παρουσία των γυναικών σε αυτόν τον κόσμο … Η πάλη για την ορατότητα έχει κεντρική σημασία και στο σύγχρονο κίνημα των ιθαγενών. Εκφράστηκε έντονα στην πρακτική των Ζαπατίστας να καλύπτουν τα πρόσωπά τους: καλύπτουμε τα πρόσωπά μας για να γίνουμε ορατοί, ο αγώνας μας είναι ο αγώνας αυτών που δεν έχουν πρόσωπο.

Ωστόσο εδώ πρέπει να επισημάνουμε μια σημαντική διάκριση. Το πρόβλημα της αντιεξουσίας δεν είναι η χειραφέτηση μιας καταπιεσμένης ταυτότητας (γυναίκες, ιθαγενείς) αλλά η χειραφέτηση μιας καταπιεσμένης μη ταυτότητας, του απλού, καθημερινού, αόρατου όχι, των μουρμουρητών ανατροπής καθώς περπατάμε στο δρόμο, του σιωπηλού ηφαίστειου του να καθόμαστε σε μια καρέκλα. Όταν δίνουμε μια ταυτότητα στη δυσαρέσκεια, ‘είμαστε γυναίκες’ ή ‘είμαστε ιθαγενείς’, ήδη επιβάλλουμε σε αυτή έναν νέο περιορισμό, ήδη την ορίζουμε. Εδώ έγκειται η σημασία της κάλυψης του προσώπου τους από τους Ζαπατίστας, μια πράξη που δεν λέει απλώς ‘είμαστε οι ιθαγενείς, παλεύουμε για να αναγνωριστεί η ταυτότητά μας’, αλλά λέει κάτι πολύ πιο ουσιώδες: ‘Ο αγώνας μας είναι ο αγώνας της μη ταυτότητας, η πάλη των αοράτων, αυτών που δεν έχουν φωνή και πρόσωπο’.
Το πρώτο βήμα στον αγώνα ενάντια στη μη ορατότητα είναι αν αντιστρέψουμε τον κόσμο, να σκεφτούμε από τη σκοπιά της πάλης, να πάρουμε θέση».

Δεν χρειάζεται νομίζω να προσθέσω κάτι άλλο σχετικά με το θέμα της αντίστασης για την πραγματοποίηση της επιθυμίας μας –ίσως πάλι να βοηθάει η φράση του υποδιοικητή Μάρκος:
«Είμαστε γυναίκες και άντρες, παιδιά και γέροι πολύ συνηθισμένοι, δηλαδή επαναστάτες, αντικομφορμιστές, ανήσυχοι, ονειροπόλοι».

Υ.Γ.: Μένει ακόμα η εκτίμηση του Χόλογουεη για τη σημερινή κατάσταση, καθώς και η δική του πρόταση. Αυτά ακριβώς θα περιέχει το τρίτο (και τελευταίο) κομμάτι της παρουσίασης ενός βιβλίου με δόσεις.

Posted by...The Motorcycle boy at 6:25 μ.μ. 4 comments  

Πρώτη προσέγγιση της "κραυγής": Ας σταματήσουν να μιλούν για λογαριασμό μας

Είδα τον άνθρωπο στο καινούργιο Αμφιθέατρο της Παντείου. Καινούργιο για μένα δηλαδή, που αποφοίτησα από τη σχολή πριν από μια δεκαπενταετία –αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Ήταν ένας καχεκτικός Εγγλέζος με άσπρα μαλλιά –ήσυχος άνθρωπος φαινόταν. Θα εκφωνούσε την εισήγησή του στα Ελληνικά, έτσι μάθαμε -την ξέρει τη γλώσσα γιατί η κόρη του μένει εδώ, αλλά θα απαντούσε στις ερωτήσεις των ακροατών στα Αγγλικά -«δεν γνωρίζω τόσο καλά Ελληνικά», μας είπε με απολογητικό ύφος.

Ξεκίνησε με σπασμένη φωνή κι έπρεπε να δώσεις προσοχή για να τον ακούσεις –ένας διακριτικός, κουρασμένος άνθρωπος φαινόταν. Ξεκίνησε και μας προειδοποίησε πως θα χρησιμοποιήσει μια εύκολη ελληνική λέξη. «Τσου, όχι, όχι», είπε. «Δεν θέλουμε τον κόσμο έτσι όπως είναι, δεν αντέχουμε άλλο, φτάνει πια. Οι φίλοι μας του ΚΚΕ μιλάνε για μια επανάσταση που θα γίνει σε 50 χρόνια –τους αγαπάμε, αλλά λέμε όχι. Όχι σε 50 χρόνια, όχι σε 20 χρόνια, αλλά τώρα. Η επανάσταση γίνεται τώρα. Συμβαίνει».

Τον κοίταζα από μακριά και σκεφτόμουν αν ήταν γραφικός ή απλά σαλεμένος. Θυμήθηκα και τους στίχους του μακαρίτη του Σιδηρόπουλου –«για πια επανάσταση μιλάμε/ που δεν μπορώ όρθιος να σταθώ;» Τα θυμήθηκα γιατί τότε, στο Rodeo, ήταν η τελευταία φορά που είχα ακούσει να μιλάνε για επανάσταση. Νοσταλγικά και με ηττοπάθεια.

Την υπόλοιπη εισήγηση του Τζον Χάλογουεη την πέρασα ψάχνοντας να βρω δικαιολογίες για τον άνθρωπο. Έφταιγε μάλλον που ήταν καθηγητής Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο Benemerita στο Μεξικό. Εκεί οι άνθρωποι πολεμάνε κάθε μέρα, γι΄αυτό τα βλέπει έτσι ο καθηγητής. Φταίγανε ίσως οι σχέσεις του με τους Ζαπατίστας –ότι και να έφταιγε πάντως, τα λεγόμενά του φαίνονταν εξωπραγματικά απλοϊκά. Με μισή καρδιά αγόρασα το βιβλίο του, στην έξοδο του Αμφιθεάτρου –ήμουν σχεδόν σίγουρος πως θα το πετούσα στις πρώτες σελίδες.

Την επόμενη μέρα ξεκίνησα το βιβλίο. Τη μεθεπόμενη ήμουν πεπεισμένος πως διαβάζω ότι σημαντικότερο έχει εμφανιστεί στον τομέα της Κοινωνιολογίας τα τελευταία 20 χρόνια. Στο τέλος του βιβλίου συνειδητοποίησα πως όλα είναι απλά –γι΄αυτό μας είναι δύσκολο να τα κατανοήσουμε, είχε δίκιο ο κύριος καθηγητής.

Μίλησα για σημαντικό βιβλίο στον τομέα της Κοινωνιολογίας και μάλλον θα πρέπει να εξηγήσω τι εννοώ, πριν αναφερθώ στο βιβλίο καθεαυτό.

Λοιπόν, όταν ήμασταν φοιτητές μας έμαθαν τη διαφορά ανάμεσα στη στατική και τη δυναμική θεώρηση των κοινωνικών φαινομένων. Μην τρομάζεις –θα το εξηγήσω με απλά λόγια:

Τα κοινωνικά φαινόμενα είναι εξελισσόμενα, σε διαρκή κίνηση. Δεν υπάρχει στατικότητα –η κοινωνία είναι ζωντανός οργανισμός γιατί διαμορφώνεται από το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων. Για δική μας ευκολία και για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους οι επιστήμονες, χρησιμοποιείται η στατική θεώρηση. Πάει να πει, ότι ο επιστήμονας «κόβει μια φέτα από το κοινωνικό γεγονός» και την μελετάει με την ησυχία του. Πάει να πει ότι ο επιστήμονας τραβάει μια ολογραφία (πολυδιάστατη φωτογραφία) και κάνει τις έρευνές του πάνω σε αυτή. Ως εδώ καλά και μπράβο στον επιστήμονα που βρήκε τον τρόπο να δουλεύει χωρίς να ζαλίζεται από τη συνεχή κίνηση του φαινομένου. Τι γίνεται όμως όταν η στατικότητα μετατρέπεται σε κυρίαρχη άποψη; Τι γίνεται όταν ξεχάσουμε πως το στατικό μοντέλο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, είναι δικό μας εφεύρημα και αντί να το χρησιμοποιούμε, αποκλειστικά για ερευνητικούς σκοπούς, το ανάγουμε σε παγιωμένη κατάσταση; Μπέρδεμα;

Το βιβλίο «Ας αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία» του Τζον Χόλογουεη (Εκδόσεις Σαββάλας, 2006) περνάει με ένα χαμόγελο κατανόησης, ξυστά από την στατικότητα και τρέχει δίπλα (και μέσα) στην κοινωνική δυναμική. Γι΄αυτό είναι ένα σημαντικό βιβλίο στον κλάδο της Κοινωνιολογίας και, ταυτόχρονα, ένα βιβλίο που ασχολείται με την καθημερινή πρακτική. Γιατί υπάρχουν αρκετές μελέτες στατικών (άρα θεωρητικών) μοντέλων, αλλά ελάχιστα συγγράμματα μεταφέρουν την επιστημονική γνώση στην κοινωνική κινητική.

«Εν αρχή ην η κραυγή. Κραυγάζουμε», έτσι ξεκινάει το βιβλίο. Γιατί κραυγάζουμε; Επειδή, ας πούμε: «Ζούμε σε μια κοινωνία αδικίας αλλά ευχόμαστε να μην ζούσαμε σε μια κοινωνία αδικίας. Τα δυο μέρη της πρότασης είναι αδιαχώριστα και μεταξύ τους υπάρχει μια διαρκής ένταση. Η κραυγή δεν χρειάζεται να δικαιολογηθεί από την πραγματοποίηση αυτού που ευχόμαστε να είναι, αποτελεί απλώς την αναγνώριση της διπλής διάστασης της πραγματικότητας. Το δεύτερο μέρος της πρότασης (ευχόμαστε να μη ζούσαμε σε μια κοινωνία αδικίας) δεν είναι λιγότερο πραγματικό από το πρώτο. Ακριβώς αυτή η ένταση ανάμεσα στα δυο μέρη της πρότασης δίνει νόημα στην κραυγή. Εάν το δεύτερο μέρος της πρότασης (η υποτακτική) θεωρηθεί λιγότερο πραγματικό από το πρώτο, τότε η ίδια η κραυγή απαξιώνεται. Αυτό που θεωρείται πραγματικό τότε είναι το ότι ζούμε σε μια κοινωνία αδικίας: αυτό που ευχόμαστε καθίσταται δική μας προσωπική υπόθεση, δευτερεύουσας σημασίας. Και καθώς το επίθετο ‘άδικος’ αποκτά νόημα μόνο σε σχέση με μια πιθανή δίκαιη κοινωνία, τότε και αυτό εξαφανίζεται και το μόνο που απομένει είναι ‘ζούμε στη χ κοινωνία’. Εάν κραυγάζουμε επειδή ζούμε στη χ κοινωνία, θα πρέπει να είμαστε τρελοί».

Τι λέει εδώ ο Χόλογουεη; Κάτι τόσο απλό που είναι αδύνατο να το διακρίνουμε. Λέει πως όλοι έχουμε αγανακτήσει πολλές φορές στη ζωή μας, έχουμε βλαστημήσει, έχουμε κραυγάσει εναντίον της κοινωνίας. Γιατί όλοι βλέπουμε τις αδικίες. Αλλά, αμέσως μετά, έχουμε σωπάσει γιατί τίποτα δεν αλλάζει και τίποτα δεν έχουμε να προτείνουμε. Ε, λοιπόν δεν είναι έτσι.

Είμαστε εδώ, πατάμε πάνω στη γη και νιώθουμε την αδικία κι αυτό είναι πραγματικότητα –αλλά εξίσου πραγματικότητα είναι και το ότι ξέρουμε τι είναι δίκαιο. Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να το ορίσουμε αλλά σίγουρα ξέρουμε πως «δίκαιο» είναι κάτι άλλο από αυτό που ζούμε τώρα. Και δεν χρειάζεται να φτιάξουμε τους κανόνες λειτουργίας της «δίκαιης κοινωνίας», φτάνει μόνο να πούμε «όχι» στην «άδικη κοινωνία». Δεν μας ζήτησε κανένας να σώσουμε τον κόσμο, μόνοι μας, «εδώ και τώρα» δεν μας ζήτησε κανείς να γίνουμε υπερήρωες σε ιστορία κόμικς -αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να ανεχόμαστε όλη αυτή την αδικία γύρω μας.

Άρα λοιπόν, πατάμε σε δυο βάρκες (στο είναι, όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς και στο δέον, όπως εμείς το προσεγγίζουμε) και θα πρέπει να είναι εξίσου πραγματικές (θα πρέπει να αποτελούν δυο διαφορετικές όψεις του είναι) γιατί αλλιώς είμαστε παρανοϊκοί. Είμαστε παρανοϊκοί; Μάλλον όχι. Είναι και οι δυο βάρκες πραγματικές; Αμήχανη σιωπή!

Ένας λόγος της «ηχηρής σιωπής» μας, πέρα από την αμηχανία μας για την διατύπωση ξεκάθαρων προτάσεων, είναι και η πεποίθηση πως «τίποτα δεν αλλάζει». Δεν ξέρουμε τι θα έπρεπε να κάνουμε, δεν έχουμε έτοιμο πρόγραμμα αλλαγής του κόσμου, αλλά –ακόμα κι αν το είχαμε –θα ήταν αδύνατο να το εφαρμόσουμε, γιατί «τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει». «Ποτέ».

Θυμάσαι τι λέγαμε πιο πάνω για στατικά και δυναμικά κοινωνικά φαινόμενα; Ας ξανακάνουμε το ερώτημα: η κοινωνία είναι τελικά στατική ή δυναμική; Ένα άγαλμα που στέκεται κάπου έξω στο υπερπέραν κι εμείς το χαζεύουμε ή ένας οργανισμός που κινείται συνέχεια στον χώρο και τον χρόνο; Είναι προφανές –η κοινωνία είναι το δεύτερο. Κινείται συνέχεια, μεταβάλλεται, αναπροσαρμόζεται, βρίσκεται σε ισορροπία (ευσταθή ή ασταθή –αυτό μένει να συζητηθεί). Και ακόμα περισσότερο η κοινωνία είναι ένας οργανισμός που μας περιλαμβάνει. Εμείς κινούμαστε μαζί της και εμείς, σε τελική ανάλυση, την κινούμε.

Ας αφήσουμε λοιπόν τους επιστήμονες να μελετούν το «άγαλμα», ας τους αφήσουμε να βαυκαλίζονται πως οι άσπρες ποδιές τους εξασφαλίζουν μια θέση «απέναντι από το άγαλμα» κι ας έρθουμε στα δικά μας. Όπου η ρήση «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γιατί τίποτα δεν αλλάζει» είναι ψευδής και στα δυο σκέλη. Κάνουμε. Πολλά. Αναγκαστικά. Γιατί αλλιώς η κοινωνία θα μας πέταγε έξω, όπως αδειάζεις τη σαβούρα από το καράβι για να μη βουλιάξει. Και όλα αλλάζουν κάθε μέρα, κάθε λεπτό. Γιατί η κοινωνία είναι σε συνεχόμενη, ζωντανή, κίνηση. Άρα εμείς είμαστε αυτή η άδικη κοινωνία, η κοινωνία που μας καταπιέζει και μας εκμεταλλεύεται. Εμείς; Ναι. Όλοι εμείς εξίσου; Όχι ακριβώς. Δηλαδή;

Δεν είναι τίποτα καινούργιο πως οι άνθρωποι καταπιέζονται από την εξουσία. Δεν αποτελεί καινοτομία να πει κανείς πως ο σημαντικότερος φορέας εξουσίας σε μια κοινωνία είναι το κράτος. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η κάθε φύσης εξουσία –η δύναμη δηλαδή που σε αναγκάζει να κάνεις κάτι, αδιαφορώντας για την θέλησή σου πηγάζει από το κράτος, «το κράτος κατέχει το μονοπώλιο της εξουσίας», ο Μαρξ δεν το έλεγε αυτό; Ο Χόλογουεη χρησιμοποιεί τον αγγλικό όρο «power», που σημαίνει «εξουσία», αλλά και «δύναμη». Διαχωρίζει λοιπόν το «power to» (αυτό που εμείς ονομάζουμε εξουσία) από το «power for» (τη δύναμη). Η εξουσία, όπως φαίνεται καλύτερα και από τον αγγλικό όρο είναι «επιβολή δύναμης σε…», ενώ η δύναμη είναι «δύναμη για…» ή, όπως αναφέρεται στο βιβλίο «εξουσία-επί» και «εξουσία-για». Επιβολή δύναμης σε ανθρώπους με σκοπό να ενεργήσουν (ή όχι) με συγκεκριμένο τρόπο και δύναμη για να κάνουμε πράγματα. Το κράτος από τη μια μεριά και εμείς από την άλλη –απλό δεν είναι;

Τι το κακό έχει το κράτος; Μήπως η καταπίεση που υφιστάμεθα δεν έχει σκοπό την εξασφάλιση της επιβίωσής μας; Δεν θα πρέπει κάποιος να αναλάβει την οργάνωση των κοινωνιών; Να τιμωρεί τις αντικοινωνικές πράξεις και να βοηθάει εκείνες τις πρακτικές που εξασφαλίζουν τη ζωή μας; Όμορφα ερωτήματα που έχουν θετική απάντηση σε επίπεδο θεωρίας, αλλά καταλήγουν σε εφιάλτες στο επίπεδο της πρακτικής. Υπάρχουν διαφωνίες; Πόλεμοι, φτώχια, ανισότητα, ρατσισμός, εγκληματικότητα –χρειάζεται να συνεχίσω; Όλα αυτά που γίνονται, αν όχι στις σημερινές κοινωνίες, στις οποίες κυριαρχεί η κρατική εξουσία;

Τι κακό έχει το κράτος; Ένα και σημαντικό –ότι φροντίζει για το δικό μας καλό χωρίς εμάς. Ότι παίρνει αποφάσεις στη θέση μας –αποφάσεις που μας αφορούν, χωρίς εμείς να έχουμε τη δυνατότητα να συμμετάσχουμε στη διαδικασία.

Και οι εκλογές; Δεν γίνονται; Δεν επιλέγουμε; Και οι επαναστάσεις; Η Σοβιετική επανάσταση, η Μαοϊκή επανάσταση, η επανάσταση στην Κούβα; Ας τα δούμε όλα αυτά από πιο κοντά, μήπως διακρίνουμε τι πάει στραβά και οι πολίτες, στο όνομα των οποίων έγιναν οι επαναστάσεις, στο όνομα των οποίων ορκίζονται οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, κάθε άλλο παρά ευτυχισμένοι είναι.

Το πρόβλημα υπάρχει στην παραπάνω φράση και όπως κάθε πρόβλημα εμπεριέχει τη λύση του. Η κατάληψη και η άσκηση της εξουσίας «στο όνομα» κάποιων άλλων -αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Λέει ο Χόλογουεη:

«Από τη σκοπιά της κραυγής, το απόφθεγμα του Λένιν ότι η εξουσία είναι ένα ζήτημα του ποιος-ποιον είναι εντελώς λανθασμένο, όπως λανθασμένη είναι και η ρήση του Μάο πως η εξουσία βγαίνει από την κάννη του όπλου. Η εξουσία–επί βγαίνει από την κάννη του όπλου, όχι όμως και η εξουσία-για. Η πάλη για την απελευθέρωση της εξουσίας–για δεν είναι πάλη για να κατασκευάσουμε μια αντίπαλη εξουσία αλλά μια αντιεξουσία, κάτι ριζικά διαφορετικό από την εξουσία–επί. Το επαναστατικό κίνημα συγκροτήθηκε σε πολλές περιπτώσεις ως αντικατοπτρισμός της εξουσίας, ως στρατός ενάντια στον στρατό, κόμμα ενάντια στο κόμμα, με αποτέλεσμα η εξουσία να αναπαράγεται από την ίδια την επανάσταση. Η αντιεξουσία επομένως δεν είναι μια αντίπαλη εξουσία αλλά κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό. Είναι η κατάλυση της εξουσίας–επί, η χειραφέτηση της εξουσίας–για. Είναι η μεγάλη, παράλογη, αναπόφευκτη πρόκληση του κομμουνιστικού οράματος. Να δημιουργήσουμε μια κοινωνία όπου δεν θα υπάρχουν σχέσεις εξουσίας μέσω της κατάλυσης της εξουσίας–επί… Ίσως να μας φαίνεται δυνατόν να ασχοληθούμε απλώς με τις δικές μας υποθέσεις, να φτιάξουμε ένα δικό μας κόσμο σχέσεων στοργής, να αρνηθούμε να λερώσουμε τα χέρια μας στον βούρκο της εξουσίας, αλλά αυτό είναι μια αυταπάτη. Δεν υπάρχει αθωότητα, κι αυτό ισχύει όλο και περισσότερο. Η άσκηση εξουσίας–για έτσι ώστε να μην επικεντρώνεται στη δημιουργία αξίας μπορεί να υπάρξει μόνο ανταγωνιστικά ως προς την εξουσία-επί, ως πάλη. Αυτό δεν οφείλεται στη φύση της εξουσίας-για (η οποία δεν είναι εγγενώς ανταγωνιστική), όσο στον αδηφάγο χαρακτήρα, τη ‘βουλιμία δράκου’ (Μαρξ) της εξουσίας-επί. Όταν δεν βυθίζεται στην εξουσία-επί, η εξουσία-για μπορεί να υπάρχει (με τρόπο εμφανή ή αφανή) σαν αντιεξουσία».

(έσπασα το κείμενο σε κομμάτια για να διαβάζεται πιο εύκολα, οπότε ... συνεχίζεται σε επόμενο ποστ)

Posted by...The Motorcycle boy at 12:49 μ.μ. 15 comments