Δεύτερη προσέγγιση της "κραυγής": Ας αρνηθούμε τις ταυτότητες -δεν είμαστε πράγματα
Πέμπτη, Απριλίου 19, 2007
Στο πρώτο μέρος της παρουσίασης των απόψεων του Τζον Χόλογουεη (όπως διατυπώνονται στο βιβλίο «Ας αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία») επιχειρήθηκε η διατύπωση του προβλήματος που σχετίζεται με τις εξουσιαστικές δομές. Είναι, νομίζω, πλέον φανερή η θέση του σχετικά με τις καταπιεστικές λειτουργίες του κράτους και είναι εμφανής η αιτία του προβλήματος. Όλα γίνονται για μας, αλλά χωρίς τη συμμετοχή μας. Η εξουσία μας-για, η εξουσία που διαθέτουμε προκειμένου να ενεργούμε ατομικά (η δύναμή μας), υποτάσσεται στην εξουσία τους-επί. Στην εξουσία πάνω μας με άλλα λόγια, στην εξουσία με τη μορφή που όλοι γνωρίζουμε και απεχθανόμαστε. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση του Χόλογουεη αφορά την κατάλυση της εξουσίας-επί μέσω της χειραφέτησης της εξουσίας-για.
Αυτή η πρόταση είναι εμφανής, αλλά θεωρώ πως δεν έχει γίνει ακόμα προφανής η αναγκαιότητα. Όλοι έχουμε πείρα από τις στρεβλές διαδικασίες που διεξάγονται εντός του κράτους, πολλοί έχουμε κακή πείρα από την επιβολή της εξουσίας, αλλά ακόμα αδυνατούμε να δούμε τον πυρήνα του προβλήματος. Ακόμα δυσπιστούμε σχετικά με την αναγκαιότητα της πρότασης –μήπως θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο; Κάποια τροποποίηση των εξουσιαστικών όρων, κάποια αναδιάρθρωση του κράτους ίσως; Η απάντηση εμπεριέχεται εν πολλοίς, στην εξέταση του προβλήματος το οποίο ορίζεται ως «κοινωνικός φετιχισμός» στις σελίδες του βιβλίου.
Η έννοια του φετιχισμού ακουμπάει στον μαρξιστικό ορισμό της αλλοτρίωσης –στην διαπίστωση δηλαδή πως ο εργαζόμενος, όντας αποκομμένος από το αποτέλεσμα της εργασίας του, αλλοτριώνεται από αυτή αλλά και από το προϊόν, μέρος του οποίου παράγει. Αν δεν βλέπεις τι παράγεις είναι φυσικό να μην πείθεσαι για την χρησιμότητα της εργασίας σου, πολύ περισσότερο εφόσον το τελικό προϊόν δεν σου ανήκει. Αλλά ο φετιχισμός του Χόλογουεη πάει πιο μακριά αφού αγγίζει και τομείς πέραν της πραγμοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων μέσα από την εμπορευματική κοινωνία:
«Ο φετιχισμός που αναπτύσσεται τόσο περίτεχνα στο έργο των πολιτικών οικονομολόγων και άλλων αστών θεωρητικών αποτελεί εξίσου τη βάση των καθημερινών αντιλήψεων ‘κοινής λογικής’ στην καπιταλιστική κοινωνία. Η παραδοχή της μονιμότητας του καπιταλισμού οικοδομείται μέσα στην καθημερινή σκέψη και πρακτική των ανθρώπων σε αυτή την κοινωνία. Η εμφάνιση και η πραγματική ύπαρξη των κοινωνικών σχέσεων ως κατακερματισμένων σχέσεων μεταξύ πραγμάτων συγκαλύπτει τόσο τον θεμελιακό ανταγωνισμό μεταξύ αυτών των σχέσεων όσο και τη δυνατότητα αλλαγής του κόσμου.
Η έννοια του φετιχισμού (αντί κάποιας θεωρίας της ‘ιδεολογίας’ ή της ‘ηγεμονίας’) παρέχει έτσι τη βάση για μια απάντηση στο πολύχρονο ερώτημα: ‘Γιατί οι άνθρωποι δέχονται την εξαθλίωση, τη βία και την εκμετάλλευση του καπιταλισμού;’… Ο χωρισμός του πράττειν από το πεπραγμένο είναι η αποσύνδεση της συγκρότησης ή της γέννεσης από την ύπαρξη. Αυτό που έχει συντελεστεί διαχωρίζεται από το πράτειν που το δημιούργησε. Φτιάχνω μια καρέκλα. Από τη σκοπιά της κοινωνικής ροής του πράττειν υπάρχει μια εφήμερη αντικειμενοποίηση της καρέκλας: ενσωματώνεται άμεσα μέσω της χρήσης (μέσω του πράττειν) στη συλλογική ροή (εάν δεν χρησιμοποιηθεί παύει να είναι καρέκλα από τη σκοπιά του πράττειν).
Στον καπιταλισμό όμως, αυτή η αντικειμενοποίηση δεν είναι τόσο εφήμερη. Η καρέκλα που έφτιαξα υπάρχει πλέον ως ιδιοκτησία του εργοδότη μου. Είναι ένα εμπόρευμα που μπορεί να πουληθεί. Η ύπαρξή της είναι ξεχωριστή από την κατασκευή της. Στην πραγματικότητα, η κατασκευή ή η γένεσή της (το πράττειν που την έφτιαξε) αναιρείται από την ύπαρξή της ως εμπορεύματος: ξεχνιέται, είναι κάτι εντελώς αδιάφορο ως προς την ύπαρξη της καρέκλας. Ο αγοραστής χρησιμοποιεί την καρέκλα και με αυτή την έννοια την επανεντάσσει στο πράττειν, αλλά η ροή έχει σπάσει (πραγματικά και φαινομενικά): δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση μεταξύ του πράττειν του χρήστη και του πράττειν του κατασκευαστή. Η ύπαρξη αποκτά μια διάρκεια. Ο χρόνος ύπαρξης της καρέκλας είναι ένας χρόνος διάρκειας: η καρέκλα τώρα είναι, η μη οντότητά της ξεχνιέται εντελώς.
Η συγκρότηση και η ύπαρξη διαχωρίζονται. Το συγκροτημένο αρνείται τη συγκρότηση, το πεπραγμένο αρνείται το πράττειν και το αντικείμενο το υποκείμενο. Το συγκροτημένο αντικείμενο αποκτά μια ταυτότητα διάρκειας. Μετατρέπεται σε φαινομενικά αυτόνομη κατασκευή. Αυτός ο διαχωρισμός (πραγματικός και φαινομενικός ταυτόχρονα) έχει αποφασιστική σημασία για τη σταθερότητα του καπιταλισμού. Η δήλωση ‘έτσι είναι τα πράγματα’ προϋποθέτει αυτόν τον χωρισμό».
Νομίζω πως το σοβαρότερο πρόβλημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αρχίζει να διακρίνεται. Κι αυτό δεν είναι η κοινωνική αδικία που υφιστάμεθα, δεν είναι η καταπίεση, η πρόκληση θανάτων σε όλα τα μήκη και πλάτη από πολέμους, πείνα, καταστροφή του περιβάλλοντος –όλα αυτά είναι περισσότερο αποτελέσματα, παρά αιτίες. Ακόμα και η οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η επιδίωξη της μεγιστοποίησης του κέρδους δεν αποτελεί την καρδιά του προβλήματος. Γιατί εκεί, στο κέντρο, βρίσκεται ο φετιχισμός και η διαδικασία φετιχοποίησης (αφού μιλάμε για δυναμικές διαδικασίες) –η απόδοση άλλης υπόστασης στα πράγματα, πέρα από την αρχική (ας πούμε «φυσική») τους υπόσταση. Ένα αυτοκίνητο δεν είναι απλά ένα μεταφορικό μέσο κι ας φτιάχτηκε γι΄αυτόν το σκοπό. Ένα μπουφάν δεν είναι μόνο κάτι που μας ζεσταίνει. Και η κοινωνία δεν είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων μας. Γι΄αυτό δεν μπορούμε να αντισταθούμε στο καινούργιο αυτοκίνητο ούτε στο μοδάτο μπουφάν. Γι΄αυτό δεν μπορούμε να σκεφτούμε πως η κοινωνία αλλάζει.
Αν όμως μπορέσουμε να διακρίνουμε αυτή την καθημερινή διαδικασία φετιχοποίησης, αν μπορέσουμε να ξαναδούμε την πραγματική όψη των αντικειμένων, αφαιρώντας τους τις ιδιότητες που προστέθηκαν εκ των υστέρων, θα έχουμε κάνει ένα βήμα εισόδου στην «επανάσταση που συμβαίνει τώρα» και για την οποία μιλάει ο Χόλογουεη. Και αυτή η αντίσταση στη διαδικασία της φετιχοποίησης δεν μπορεί παρά να στρέφεται κατά της ταυτότητας που ορίζει περιορίζοντας:
«Δεν παλεύουμε ως εργατική τάξη, παλεύουμε ενάντια στο να είμαστε εργατική τάξη, ενάντια στην ταξινόμησή μας. Η πάλη μας δεν είναι πάλη της εργασίας: είναι η πάλη ενάντια στην εργασία. Αυτό που προσδίδει ενότητα στον αγώνα μας είναι η ενότητα της διαδικασίας ταξινόμησης (η ενότητα της καπιταλιστικής συσσώρευσης) και όχι η δική μας ενότητα ως μελών μιας κοινής τάξης.
Έτσι, για παράδειγμα, αυτό που κάνει τον αγώνα των Ζαπατίστας σημαντικό για την ταξική πάλη είναι η αντίθεση στην καπιταλιστική ταξινόμηση και όχι το αν οι ιθαγενείς της Ζούγκλας Λακαντόνα ανήκουν ή όχι στην εργατική τάξη (‘είμαστε ιθαγενείς, αλλά ταυτόχρονα είμαστε πολύ περισσότερα από αυτό’ λένε οι ίδιοι).
Δεν υπάρχει τίποτα το θετικό στο να είμαστε μέλη της εργατικής τάξης, στο να ταξινομούμαστε, να δεχόμαστε διαταγές, να μας αποσπάται το προϊόν και τα μέσα παραγωγής μας…. Η ταυτότητα της εργατικής τάξης θα πρέπει να εκληφθεί ως μη ταυτότητα: η κοινότητα αυτών που παλεύουν για να είναι μη εργατική τάξη.
Είμαστε/ δεν είμαστε εργατική τάξη (είτε καθηγητές πανεπιστημίου, είτε βιομηχανικοί εργάτες). Το να πούμε ότι η τάξη θα πρέπει να κατανοηθεί ως ταξινόμηση σημαίνει πως η ταξική πάλη (η πάλη για την ταξινόμησή μας και η πάλη ενάντια στην ταξινόμησή μας) είναι κάτι που μας διαπερνά, συλλογικά και ατομικά. Μόνο αν ήμαστε πλήρως ταξι-νομημένοι θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς να πέσουμε σε αντίφαση, πως ‘είμαστε εργατική τάξη’ (όμως τότε η ταξική πάλη θα ήταν αδύνατη).
… Εκείνοι που αποσπούν υλικά οφέλη από τη διαδικασία ταξινόμησης (συσσώρευσης) μπορούν να καταστείλουν οτιδήποτε τείνει ενάντια ή πέραν της ταξινόμησης σχετικά εύκολα, να ζήσουν στα όρια του φετιχισμού. Το στοιχείο της αντίθεσης θα είναι πολύ πιο έντονο σε αυτούς των οποίων η ζωή ανατρέπεται από τη συσσώρευση (οι ιθαγενείς στο Τσιάπας, καθηγητές πανεπιστημίου, ανθρακωρύχοι, σχεδόν όλοι).
Η ένταση της εναντίωσης θα είναι πολύ πιο μεγάλη σε αυτούς που από-υποκειμενικοποιούνται τόσο βίαια, είτε μέσω της αποβλάκωσης της ατέρμονης επανάληψης σε ανούσιες εργασίες, είτε μέσα στη φτώχεια που αποκλείει οτιδήποτε εκτός από τον αγώνα για επιβίωση. Ωστόσο παραμένει αλήθεια ότι κανένας δεν υπάρχει μόνο ενάντια –και –πέραν: όλοι συμμετέχουμε στο χωρισμό υποκειμένου και αντικειμένου, στην ταξινόμηση των ανθρώπων.
Μόνο στο βαθμό που είμαστε/δεν είμαστε η εργατική τάξη μπορούμε να συλλάβουμε την ιδέα της επανάστασης ως αυτοχειραφέτησης της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να χειραφετήσει τον εαυτό της όσο είναι εργατική τάξη. Το ζήτημα της χειραφέτησης μπορεί να διατυπωθεί μόνο στο βαθμό που δεν είμαστε εργατική τάξη. Ωστόσο μόνο στο βαθμό που είμαστε εργατική τάξη (υποκείμενα που έχουν υποστεί αρπαγή του αντικειμένου τους) προκύπτει η ανάγκη για χειραφέτηση.
Επιστρέφουμε στο αντιφατικό συμπέρασμα: εμείς, το κριτικό υποκείμενο, είμαστε και δεν είμαστε εργατική τάξη.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε είναι παράλογο μόνο γι΄αυτούς που σκέφτονται σύμφωνα με ταυτότητες, μόνο αν θεωρήσουμε πως το ‘είναι’ και το ‘δεν είναι’ αποκλείουν το ένα το άλλο. Η αντίφαση ανάμεσα στο ‘είναι’ και το ‘δεν είναι’ δεν είναι μια λογική αντίφαση, είναι μια πραγματική αντίφαση. Υποδεικνύει το γεγονός ότι πραγματικά είμαστε/δεν είμαστε εμπράγματοι, πραγματικά έχουμε/δεν έχουμε ταυτότητα, όντως είμαστε/δεν είμαστε από-υποκειμενοποιημένοι. Με λίγα λόγια, είμαστε/δεν είμαστε. Η κραυγή μας, η κριτική μας, αποκτούν νόημα μόνο αν κατανοήσουμε την υποκειμενικότητά μας και τον εαυτό μας ως ένα διχασμένο εαυτό».
Θυμάστε το ερώτημα στην αρχή του κειμένου, σχετικά με το πόσο πραγματικές είναι οι δυο βάρκες στις οποίες πατάμε; Εδώ λοιπόν περιέχεται η απάντηση –οι βάρκες πρέπει να είναι πραγματικές. Αυτό που υπάρχει με αυτό που θέλουμε να υπάρξει είναι το ίδιο πραγματικά, αν θέλουμε να είναι πραγματοποιήσιμη η επιθυμία μας. Απλώς αυτό που επιθυμούμε είναι ζωγραφισμένο με αδρές γραμμές, όταν το ήδη υπάρχον είναι πιο έντονο και από φωτεινή επιγραφή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να επιθυμούμε; Μήπως πρέπει να περιοριστούμε στην αποθέωση της ταυτότητας που απέκτησαν, στην αρχή τα αντικείμενα, μετά οι πράξεις μας, οι προθέσεις μας, οι ενέργειές και στο τέλος ακόμα και οι ελπίδες και οι επιθυμίες μας; Οι αδρές γραμμές της επιθυμίας μπορούν να φωτιστούν ίσως, από ένα απόσπασμα κειμένου των εξεγερμένων Ζαπατίστας:
«Τότε ο πόνος που μας ένωνε μας έκανε να μιλήσουμε, και καταλάβαμε πως στις λέξεις μας υπήρχε αλήθεια, νιώσαμε πως δεν υπήρχε μόνο πόνος και βάσανο στη γλώσσα μας, καταλάβαμε πως υπάρχει ακόμη ελπίδα στην καρδιά μας. Μιλήσαμε με τον εαυτό μας, κοιτάξαμε μέσα μας και κοιτάξαμε την ιστορία μας: είδαμε τους πιο αρχαίους πατέρες μας να υποφέρουν και να αγωνίζονται, είδαμε τους πατέρες μας με οργή στα χέρια τους, είδαμε πως δεν μας είχαν αρπάξει τα πάντα, πως ακόμη είχαμε το πιο πολύτιμο, αυτό που μας έκανε να ζούμε, αυτό που έκανε το βήμα μας να υψώνεται πάνω από τα φυτά και τα ζώα, αυτό που έκανε την πέτρα να βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας, και είδαμε, αδέλφια, πως αυτό που είχαμε ήταν η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ, και είδαμε πως ήταν μεγάλη η ντροπή μας που το είχαμε ξεχάσει, και είδαμε πως η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ έκανε τους άντρες και πάλι άντρες, και η αξιοπρέπεια ήρθε πάλι να κατοικίσει στην καρδιά μας, και ήμαστε και πάλι καινούργιοι. Και οι νεκροί, οι νεκροί μας, είδαν πως είμαστε και πάλι καινούργιοι και μας κάλεσαν πάλι, στην αξιοπρέπεια, στον αγώνα».
Και οι γραμμές γίνονται πιο έντονες στο κείμενο του Χόλογουεη:
«Όλα τα επαναστατικά κινήματα στρέφονται ενάντια στη μη ορατότητα. Ίσως το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα να βρίσκεται στο φεμινιστικό κίνημα, όπου μεγάλο μέρος της πάλης γίνεται για να καταστεί ορατό το αόρατο: να καταστεί ορατή η εκμετάλλευση και η καταπίεση των γυναικών, και ακόμα περισσότερο να καταστεί ορατή η παρουσία των γυναικών σε αυτόν τον κόσμο … Η πάλη για την ορατότητα έχει κεντρική σημασία και στο σύγχρονο κίνημα των ιθαγενών. Εκφράστηκε έντονα στην πρακτική των Ζαπατίστας να καλύπτουν τα πρόσωπά τους: καλύπτουμε τα πρόσωπά μας για να γίνουμε ορατοί, ο αγώνας μας είναι ο αγώνας αυτών που δεν έχουν πρόσωπο.
Ωστόσο εδώ πρέπει να επισημάνουμε μια σημαντική διάκριση. Το πρόβλημα της αντιεξουσίας δεν είναι η χειραφέτηση μιας καταπιεσμένης ταυτότητας (γυναίκες, ιθαγενείς) αλλά η χειραφέτηση μιας καταπιεσμένης μη ταυτότητας, του απλού, καθημερινού, αόρατου όχι, των μουρμουρητών ανατροπής καθώς περπατάμε στο δρόμο, του σιωπηλού ηφαίστειου του να καθόμαστε σε μια καρέκλα. Όταν δίνουμε μια ταυτότητα στη δυσαρέσκεια, ‘είμαστε γυναίκες’ ή ‘είμαστε ιθαγενείς’, ήδη επιβάλλουμε σε αυτή έναν νέο περιορισμό, ήδη την ορίζουμε. Εδώ έγκειται η σημασία της κάλυψης του προσώπου τους από τους Ζαπατίστας, μια πράξη που δεν λέει απλώς ‘είμαστε οι ιθαγενείς, παλεύουμε για να αναγνωριστεί η ταυτότητά μας’, αλλά λέει κάτι πολύ πιο ουσιώδες: ‘Ο αγώνας μας είναι ο αγώνας της μη ταυτότητας, η πάλη των αοράτων, αυτών που δεν έχουν φωνή και πρόσωπο’.
Το πρώτο βήμα στον αγώνα ενάντια στη μη ορατότητα είναι αν αντιστρέψουμε τον κόσμο, να σκεφτούμε από τη σκοπιά της πάλης, να πάρουμε θέση».
Δεν χρειάζεται νομίζω να προσθέσω κάτι άλλο σχετικά με το θέμα της αντίστασης για την πραγματοποίηση της επιθυμίας μας –ίσως πάλι να βοηθάει η φράση του υποδιοικητή Μάρκος:
«Είμαστε γυναίκες και άντρες, παιδιά και γέροι πολύ συνηθισμένοι, δηλαδή επαναστάτες, αντικομφορμιστές, ανήσυχοι, ονειροπόλοι».Υ.Γ.: Μένει ακόμα η εκτίμηση του Χόλογουεη για τη σημερινή κατάσταση, καθώς και η δική του πρόταση. Αυτά ακριβώς θα περιέχει το τρίτο (και τελευταίο) κομμάτι της παρουσίασης ενός βιβλίου με δόσεις.
Posted by...The Motorcycle boy at 6:25 μ.μ.
Πολύ καλή σύνοψη, motorcycle boy, και το λέω επειδή έχω διαβάσει το βιβλίο!
keep up the good work!
laszlo αυτό είναι σημαντικό να το ακούω από κάποιον που έχει διαβάσει το βιβλίο. Εκείνο που έκανα εγώ ήταν να τσακίζω τις σελίδες που θεωρούσα σημαντικές, γιατί απαντούσαν σε δικές μου απορίες. Μετά, ανακάλυψα πως είχα τσακίσει τις μισές σελίδες του βιβλίου -οπότε άρχισα να επιλέγω (και πάλι άφησα πολύ σοβαρά πράγματα έξω).
Εγώ δεν το έχω διαβάσει ακόμα, δεν έχω δυστυχώς χρόνο αυτή τη στιγμή να το διαβάσω και περιμένω ανυπόμονα το τρίτο μέρος, με την εκτίμησή του για την σημερινή κατάσταση των πραγμάτων!
ΥΓ. Πότε θα μάθεις αρκετά ισπανικά για να με βοηθάς (με αντίτιμο ίσως ταπεράκια για το σπίτι) στις εργασίες μου; Στο έχω ξαναπεί, γράφεις εξαιρετικά γιατί είσαι μεθοδικός και συγκροτημένος. Ακόμα και για κάποιον που μπορεί να διαφωνεί με τις θέσεις σου, τα κείμενά σου είναι πάντα άξια προσοχής!
juanita, δεν μπορούσες να μείνεις στα καλά λόγια και να μην αναφέρεις τα ισπανικά; Τα παρατήσαμε -μας έφαγαν οι ταβέρνες και οι οινοποσίες. Να σου δώσουμε εμείς ταπεράκια, αναλαμβάνεις να μας κάνεις ιδιαίτερα; Το τρίτο μέρος θα το βγάλω τη Δευτέρα (υποθέτω) και θα δεις μια καταπληκτική ανάλυση που κάνει ο άνθρωπος για το δανειοληπτικό σύστημα που μας έχει ρημάξει.