Περί πολυπολιτισμικότητας
Δευτέρα, Αυγούστου 20, 2007
Όταν το 1924 ο Horace Kallen διατύπωνε τον όρο «πολιτισμικός πλουραλισμός», διαπίστωνε πως αυτή η ιδέα δεν ήταν δημοφιλής «πουθενά στις Η.Π.Α». Η μετανάστευση και ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος είχαν κάνει ακόμη μεγαλύτερο τον φόβο των «ξένων». Κυρίαρχες ήταν όχι οι έννοιες του πλουραλισμού και της ετερότητας, αλλά της αφομοίωσης και της αμερικανοποίησης.1
Οι εποχές άλλαξαν και η αναγνώριση στις μέρες μας τίθεται ως πρόβλημα πολύ περισσότερο από ποτέ. Οι κοινωνικές κατηγορίες του παρελθόντος και ο καθορισμός με βάση αυτές της ταυτότητας έχουν εκλείψει και η ανάγκη της αναγνώρισης αποκτά ξεχωριστή σημασία. Εκτός από την ίδια την ανάγκη αναγνώρισης, στο επίκεντρο βρίσκονται και οι συζητήσεις αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί αυτή να είναι αποτελεσματική.2 Η ίδια η εισαγωγή και η χρήση του όρου «πολυπολιτισμικότητα», αρχικά στις Η.Π.Α, εξέφραζε από μια άποψη το ενδιαφέρον για την αντιπροσώπευση στην κοινωνία της πλειοψηφίας των πολιτισμικών ταυτοτήτων της φυλής, του φύλου, της εθνικότητας, στην ιστορική και στη σύγχρονή τους διάσταση. 3
Είναι γεγονός ότι όλο και περισσότερο διαδίδεται στις μέρες μας η άποψη ότι αποτελεί ζωτική ανάγκη ένα μοντέλο κοινωνικής ενότητας στο οποίο θα εμπεριέχεται το στοιχείο της διαφοροποίησης. Ένας τύπος, δηλαδή, εθνικής ταυτότητας που θα είναι σε θέση να καλλιεργεί την εθνική ενότητα μέσω της πολιτισμικής ετερότητας. Πληθαίνουν οι φωνές σε όλο τον κόσμο που υποστηρίζουν ότι η σφυρηλάτηση της ενότητας και η καλλιέργεια της πολιτισμικής δαφοροποίησης οφείλουν να αντιμετωπίζονται ως εξίσου σημαντικοί στόχοι.[4 Σε έναν πολυπολιτισμικά ορισμένο κοινό πολιτισμό τα διαφορετικά άτομα και ομάδες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και αλλάζουν τις παραστάσεις τους μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση. Κάτι τέτοιο υποστηρίζεται, θα επέτρεπε σε όλους να κατανοήσουν τις διαφορές στην πολιτισμική κληρονομιά των εθνών, θα διασφάλιζε την καλλιέργεια και την προστασία της ετερότητας, θα ενδυνάμωνε την αίσθηση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες, καθώς και την αίσθηση του «ανήκειν».
Σε μια παράλληλη διαδικασία , θα πρέπει από τις εθνικές ταυτότητες να αφαιρεθούν τα στοιχεία που είναι εχθρικά στη αυτοκατανόηση μιας ή περισσότερων ομάδων.[5 Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η περίπτωση του Καναδά. Στο κεφάλαιο 3β του νόμου του 1988 αναφέρεται: «Είναι του παρόντος να δηλωθεί ότι είναι η πολιτική της κυβέρνησης του Καναδά η αναγνώριση και η κατανόηση ότι η πολυπολιτισμικότητα είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό της κληρονομιάς του Καναδά και ότι αποτελεί ανεκτίμητη πηγή για το σχηματισμό του μέλλοντος της χώρας». Παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα, κυρίως στο Κεμπέκ, ο Kymlicka αναφέρει ότι οι Καναδοί είναι μοναδικοί στον τρόπο με τον οποίο δέχτηκαν την ετερότητα μέσα στην εθνική τους ταυτότητα.
Οι εποχές άλλαξαν και η αναγνώριση στις μέρες μας τίθεται ως πρόβλημα πολύ περισσότερο από ποτέ. Οι κοινωνικές κατηγορίες του παρελθόντος και ο καθορισμός με βάση αυτές της ταυτότητας έχουν εκλείψει και η ανάγκη της αναγνώρισης αποκτά ξεχωριστή σημασία. Εκτός από την ίδια την ανάγκη αναγνώρισης, στο επίκεντρο βρίσκονται και οι συζητήσεις αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί αυτή να είναι αποτελεσματική.2 Η ίδια η εισαγωγή και η χρήση του όρου «πολυπολιτισμικότητα», αρχικά στις Η.Π.Α, εξέφραζε από μια άποψη το ενδιαφέρον για την αντιπροσώπευση στην κοινωνία της πλειοψηφίας των πολιτισμικών ταυτοτήτων της φυλής, του φύλου, της εθνικότητας, στην ιστορική και στη σύγχρονή τους διάσταση. 3
Είναι γεγονός ότι όλο και περισσότερο διαδίδεται στις μέρες μας η άποψη ότι αποτελεί ζωτική ανάγκη ένα μοντέλο κοινωνικής ενότητας στο οποίο θα εμπεριέχεται το στοιχείο της διαφοροποίησης. Ένας τύπος, δηλαδή, εθνικής ταυτότητας που θα είναι σε θέση να καλλιεργεί την εθνική ενότητα μέσω της πολιτισμικής ετερότητας. Πληθαίνουν οι φωνές σε όλο τον κόσμο που υποστηρίζουν ότι η σφυρηλάτηση της ενότητας και η καλλιέργεια της πολιτισμικής δαφοροποίησης οφείλουν να αντιμετωπίζονται ως εξίσου σημαντικοί στόχοι.[4 Σε έναν πολυπολιτισμικά ορισμένο κοινό πολιτισμό τα διαφορετικά άτομα και ομάδες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και αλλάζουν τις παραστάσεις τους μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση. Κάτι τέτοιο υποστηρίζεται, θα επέτρεπε σε όλους να κατανοήσουν τις διαφορές στην πολιτισμική κληρονομιά των εθνών, θα διασφάλιζε την καλλιέργεια και την προστασία της ετερότητας, θα ενδυνάμωνε την αίσθηση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες, καθώς και την αίσθηση του «ανήκειν».
Σε μια παράλληλη διαδικασία , θα πρέπει από τις εθνικές ταυτότητες να αφαιρεθούν τα στοιχεία που είναι εχθρικά στη αυτοκατανόηση μιας ή περισσότερων ομάδων.[5 Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η περίπτωση του Καναδά. Στο κεφάλαιο 3β του νόμου του 1988 αναφέρεται: «Είναι του παρόντος να δηλωθεί ότι είναι η πολιτική της κυβέρνησης του Καναδά η αναγνώριση και η κατανόηση ότι η πολυπολιτισμικότητα είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό της κληρονομιάς του Καναδά και ότι αποτελεί ανεκτίμητη πηγή για το σχηματισμό του μέλλοντος της χώρας». Παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα, κυρίως στο Κεμπέκ, ο Kymlicka αναφέρει ότι οι Καναδοί είναι μοναδικοί στον τρόπο με τον οποίο δέχτηκαν την ετερότητα μέσα στην εθνική τους ταυτότητα.
Η αξίωση αναγνώρισης της διαφοράς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό πολλές από τις εξελίξεις και κινήσεις στον κόσμο, αγώνες για εθνική ανεξαρτησία και αυτονομία, τις διαμάχες σχετικά με την πολυπολιτισμικότητα, τα κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία προωθούν τον καθολικό σεβασμό και την εκτίμηση για την πολιτισμική διαφοροποίηση. Σε πολλές περιπτώσεις, η πολιτισμική κυριαρχία γίνεται αντιληπτή ως η πιο θεμελιώδης αδικία. Η ανάδυση αυτής της έννοιας της διαφοράς και η μεγάλη σημασία της στο χώρο της πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας, ακολουθείται από τη θετική αξιολόγηση και σημασιοδότησή της. Για πολλούς, λοιπόν, είναι αδύνατον να κατακτηθεί η ισότητα εάν παραγνωρίσουμε τις διαφορές. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ενίσχυση της κυριαρχίας των ήδη κυρίαρχων ομάδων. Ορισμένοι, προχωρώντας ακόμη παραπέρα, ισχυρίζονται ότι η διαφορά πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως θετικό χαρακτηριστικό και αποτελεί δραστήρια επιδίωξη στις πολιτικές μας πρωτοβουλίες. Η έμφαση δίνεται στην ετερογένεια και όχι στην ομοιογένεια, στη διαφορά και όχι στην ομοιότητα, με την προηγούμενη αναγνώριση της διαφοράς ως αναπόσπαστου μερους για την κατάκτηση της ισότητας[6. Όλο και περισσότερο σήμερα οι ομάδες που διακηρύσσουν τις διακριτές ταυτότητές τους πάνω σε πρατάγματα κοινής καταγωγής, εθνικότητας, γλώσσας και θρησκείας ή οι κοινότητες που κινητοποιούν τις δυνάμεις τους, ώστε να κατοχυρώσουν τις παραδόσεις τους ή να υπερασπιστούν κάποιο προνομιακό καθεστώς, διατυπώνουν τις αξιώσεις αυτές σε πολιτισμική βάση.
Για τον Charles Taylor, η απουσία αναγνώρισης ή η εσφαλμένη αναγνώριση είναι μια μορφή καταπίεσης, η οποία καταλήγει στον εγκλωβισμό και σε έναν διαστρεβλωμένο και στερημένο τρόπο ύπαρξης. Η προβολή στους άλλους μιας υποδεέστερης εικόνας οδηγεί στην καταπίεση. Η εσφαλμένη αναγνώριση δεν είναι ζήτημα μόνο τυπικού σεβασμού, καθώς μπορεί να επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στα θύματά της. Είναι δηλαδή μια ουσιαστική ανθρώπινη ανάγκη, καθοριστική για το άτομο και για την αντίληψή του για τη ζωή.[7 Δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο διαλογικό και όχι στο μονοσήμαντο χαρακτήρα της συγκρότησης της ταυτότητας αναδεικνύει την ανάδειξη του ζητήματος της αναγνώρισης. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συζητηθεί παλιότερα με τους όρους που διεξάγεται σήμερα, εξαιτίας του ότι η έννοια της αναγνώρισης εδραζόταν σε κοινωνικές κατηγορίες που γινόταν από όλους αντιληπτές ως δεδομένες. Η μετάβαση από την τιμή στην αξιοπρέπεια είχε ως αποτέλεσμα τη μετάβαση στην πολιτική της καθολικότητας, η οποία απέδιδε έμφαση στην ισότητα όλων των πολιτών ως προς την αξιοπρέπεια. Βασική εδώ είναι η αρχή ότι όλοι είναι ίσοι ως προς την ιδιότητα να είναι πολίτες. Παράλληλα με την ανάπτυξη της σύγχρονης αντίληψης για την ταυτότητα, δημιουργείται η πολιτική της διαφοράς. Με βάση αυτή, ο καθένας δικαιούται αναγνώρισης λόγω της μοναδικότητας της ταυτότητάς του. Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι το στοιχείο της ξεχωριστής αξίας έχει αγνοηθεί ή αφομοιωθεί από την πλειοψηφούσα ταυτότητα. Μία τέτοιου είδους αφομοίωση εκλαμβάνεται ως έγκλημα κατά του ιδεώδους της αυθεντικότητας. Ζητούμενο λοιπόν είναι η αναγνώριση της μοναδικής ταυτότητας ενός ατόμου ή μιας ομάδας που διαφέρουν από τον περίγυρό τους. Σύμφωνα με τη συνθετική, ανάμεσα στις δυο οπτικές, προσέγγιση του Ταίηλορ, η δέουσα σημασία αποδίδεται σε ό,τι είναι καθολικά παρόν. Ο καθένας διαθέτει ταυτότητα μέσω τηα αναγνώρισης αυτού που είναι ξεχωριστό στον καθένα. Το αίτημα καθολικότητας ενισχύει την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας.[8 Το καθολικό ανθρώπινο δυναμικό, ως μια ικανότητα που ενυπάρχει σε όλους, είναι αυτό που μας διαβεβαιώνει ότι ο καθένας δικαιούται σεβασμού. Και η πολιτική της διαφοράς εδράζεται σε ένα καθολικό δυναμικό, τη δυνατότητα που έχει ο καθένας να διαμορφώνει και να ορίζει την ταυτότητά του είτε ως άτομο είτε ως μέλος μιας πολιτισμικής ομάδας. Αυτή η δυνατότητα πρέπει να γίνεται σεβαστή για όλους και όλες οι πολιτισμικές ομάδες πρέπει να περιβάλλονται με τον ίδιο σεβασμό. Ο Ταίηλορ αναφέρει την περίπτωση του Καναδά και τους νόμους που ψηφίστηκαν στο Κεμπέκ σχετικά με τη γλώσσσα. Καθόριζαν ποιοι μπορούν να στέλνουν τα παιδιά τους σε αγγλόφωνα σχολεία και πού ακριβώς θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνο η γαλλική γλώσσα και την υποχρεωτική χρήση χρήση της γαλλικής στις εμπορικές ονομασίες. Με άλλα λόγια, αναφέρεται στους περιορισμούς στο όνομα του συλλογικού στόχου της πολιτισμικής επιβίωσης των γαλλόφωνων κατοίκων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, υιοθετείται ένα διαφορετικό πρότυπο φιλελεύθεης κοινωνίας, Μια κοινωνία φιλελεύθερη, με ισχυρούς συλλογικούς στόχους, που σέβεται όμως την ύπαρξη διαφορών, ιδίως με όσους δεν ενστερνίζονται τους κοινούς στόχους της. Το Κεμπέκ και οι γαλλόφωνοι κάτοικοι του αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας κοινωνίας που θέτει ως συλλογικό στόχο την επιβίωση της πολιτισμικής της ταυτότητας και που ο στόχος αυτός αναπόφευκτα καθιστά αναγκαίες και νομιμοποιεί ορισμένες διαφοροποιήσεις ως προς την επιτρεπτή νομοθεσία.
Για τον Walzer, το πρώτο νεωτερικό πρόγραμμα είναι η συμπεριληπτικότητα. Ο αγώνας για συμπερίληψη, για την απόκτηση της δυνατότητας αποδοχής, καθόρισε τους τελευταίους δυο αιώνες: Εβραίοι, γυναίκες, εργάτες, μαύροι. Το δεύτερο νεωτερικό πρόγραμμα, η εναλλακτική λύση στην είσοδο, είναι ο διαχωρισμός. Η ομάδα διεκδικεί ως σύνολο μια φωνή, ένα μέρος και μια δική της πολιτική. Αυτό που απαιτείται τώρα δεν είναι ο αγώνας για συμπερίληψη, αλλά ο αγώνας για σύνορα. Το κρίσιμο σημείο είναι ο «αυτοκαθορισμός». Αυτό που αναγνωρίζεται και γίνεται δεκτό σε αυτό το δεύτερο πρόγραμμα είναι ότι οι ομάδες και τα μέλη τους έχουν μοναδικές ή τουλάχιστον πρωταρχικές ταυτότητες εθνοτικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα. Η ορθή οριοθέτηση των συνόρων, όχι μόνο με γεωγραφικούς αλλά και με λειτουργικούς όρους, αν και είναι δύσκολη, είναι απαραίτητη, ώστε οι διαφορετικές ομάδες να σκούν αποφασιστικό έλεγχο πάνω στις ζωές τους και να είναι σε θέση να το κάνουν αυτό με ασφάλεια.[9 Το περιεχόμενο της λέξης «ανεκτικότητα» σημασιοδοτείται θετικά και ο Walzer αναδεικνύει τις θετικές στάσεις και πολιτικές προς μια κατεύθυνση σεβασμού και αποδοχής της ετερότητας, σε αντίθεση με όσους υποστηρίζουν ότι η έννοια της ανεκτικότητας εμπεριέχει εξ’ ορισμού θέσεις εξουσίας και προϋποθέτει πάντα έναν κυρίαρχο και έναν κυριαρχούμενο.
Η Gutman αναφέρεται στην πολεμική που ξέσπασε στο Stanford αναφορικά με τη δυνατότητα αλλαγής του προγράμματος σπουδών και την πρόσθεση μαθημάτων και έργων διανοητών από μη δυτικούς πολιτισμούς. Η μια πλευρά, που η Gutman ονομάζει ουσιοκράτες, υποστήριζε ότι η νόθευση της βασικής βιβλιογραφίας θα είχε σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των αξιών του δυτικού πολιτισμού για χάρη ενός στερούμενου κριτηρίων σχετικισμού και μιας σειράς διανοητικών και πολιτικών δεινών. Η αντίθετη πλευρά, που η Gutman, ονομάζει αποδομιστές, υποστήριζε ότι η διατήρηση της ίδιας βιβλιογραφίας απέκλειε ουσιαστικά την ανάδειξη της συνεισφοράς στον πολιτισμό, τόσο των γυναικών όσο και των αμερικανών που είχαν αφρικανική, λατινοαμερικανική και ασιατική καταγωγή. Η αντιμετώπιση του κλασικού κανόνα σαν να επρόκειτο για κάτι ιερό και υποχρεωτικά αμετάβλητο, ισοδυναμούσε με υποτίμηση της ταυτότητας των αποκλειόμενων ομάδων και επικύρωνε τη στεγανοποίηση του δυτικού πολιτισμού. Ετσι, μπορούσε να διαιωνίζεται ο ευρωκεντρισμός, η στενότητα πνεύματος και η τυραννία της απόλυτης αλήθειας[10. Αυτό που η Gutman βλέπει ως ανησυχητικό είναι ο ίδιος ο τρόπος και το περιεχόμενο της διαμάχης. Η οξύτητα και η απόλυτη ακύρωση της μιας πλευράς προς την άλλη είναι αντίθετη προς την ίδια την ουσία και τη λογική της πολυπολιτισμικότητας. Οι ουσιοκράτες και οι αποδομιστές αντιδρούν εκφράζοντας όχι σεβασμό, αλλά αμοιβαία απέχθεια για εκείνους με τους οποίους διαφωνούν. Δημιουργούνται έτσι δυο αμοιβαία αποκλειόμενες πνευματικές παραδόσεις, απρόθυμες να διδαχτούν κάτι από την άλλη πλευρά. Εξάγοντας θεωρητικά συμπεράσματα και προχωρώντας σε θεωρητική γενίκευση της διαμάχης αυτής, η Gutman υποστηρίζει ότι η ηθική υπόσχεση της πολυπολιτισμικότητας στην πολιτική ή την εκπαίδευση δεν περιλαμβάνει την επιβίωση πολλών αμοιβαία αποκλειόμενων και χωρίς κανένα σεβασμό πολιτισμικών ενοτήτων. Συστατικό στοιχείο μιας αντίληψης και πολιτικής σε πολυπολιτισμική κατεύθυνση είναι ο αμοιβαίος σεβασμός ανάμεσα σε όλες τις πολιτισμικές ενότητες, εκτός βέβαια από τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις που θεωρούνται ανάξιες σεβασμού (ρατσισμός, αντισημιτισμός κλπ)
Η ένταση της συζήτησης γύρω από την πολυπολιτισμικότητα, και κυρίως οι άμεσες διαστάσεις που αφορούν στην κοινωνική αλλά και την εθνική ζωή πολλών κρατών, εμπλουτίζουν το διάλογο γύρω από τα ζητήματα αυτά, εγείροντας διαφόρων ειδών ενστάσεις απέναντι στις πολιτικές της αναγνώρισης. Η κριτική στις πολιτικές της αναγνώρισης και τη ρητορική της πολυπολιτισμικότητας εντοπίζονται τόσο στο φιλελεύθερο στρατόπεδο όσο και έξω από αυτό, τόσο σε φιλοσοφικό όσο και σε άμεσα πρακτικό επίπεδο. Η φιλελεύθερη αρχή, σύμφωνα με την οποία οφείλουν όλοι να αντιμετωπίζονται ως ελεύθεροι και ίσοι, μπορεί να ερμηνευτεί με διαφορετικούς τρόπους. Η μια φιλελεύθερη προοπτική, σε αντίθεση με τη ρητορική της πολυπολιτισμικότητας, αξιώνει την τήρηση μιας στάσης ουδετερότητας ως προς τις διαφορετικές αντιλήψεις για τον αγαθό βίο από τις οποίες εμφορούνται οι πολίτες σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Οι πολιτικές της πολυπολιτισμικότητας κρίνονται ως έμφυτα ασυνεπείς με τις βασικά φιλελεύθερες αρχές. Η άποψη ότι η κρατική δομή και η εκπαίδευση πρέπει να παραμένουν ουδέτερες έναντι των επιμέρους ομάδων και κοινοτήτων, ότι τα δικαιώματα πρέπει να αναγνωρίζονται σε ατομικό και μόνο επίπεδο, ότι οι νόμοι πρέπει να ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως για όλους και ότι καμιά ομαδική διαφοροποίηση δεν γίνεται ανεκτή, είναι εχθρική ως προς την αναγνώριση επιμέρους κοινοτήτων και δικαιωμάτων σε αυτές. Μέσα σε ένα εξισωτικό μοντέλο δημοκρατίας, τέτοιου είδους αναγνωρίσεις γίνονται αντιληπτές ως προβληματικές, καθώς θεωρείται ότι διαταράσσουν την ισότητα, εγείρουν διαφορετικές αξιώσεις, προκαλούν ανισότητες και τελικά περιορίζουν στο όνομα της ομάδας ή της κοινότητας και υποβαθμίζουν το ίδιο το θεμελιώδες στοιχείο της φιλελεύθερης ιδεολογίας, δηλαδή το άτομο.
Άλλες κριτικές, όπως αυτή του Gitlin, επικεντρώνουν την προσοχή τους στις οικονομικές βλάβες που οι πολιτικές της πολυπολιτισμικότητας επιφέρουν, θεωρώντας ότι γίνεται άσκοπη σπατάλη χρόνου, ενέργειας και χρημάτων. Υποστηρίζεται ότι οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μια κατεύθυνση αναδιανομής του εισοδήματος, σπαταλούν τη δυναμική τους στις διαμάχες αναφορικά με την πολυπολιτισμικότητα. Άλλοι θεωρητικοί, όπως ο Wolfe και ο Klausen, διατείνονται πως οι πολιτικές αυτές διαβρώνουν την κοινωνική αλληλεγγύη, αφού δίνουν έμφαση στις διαφορές ανάμεσα στους πολίτες παρά στα κοινά τους σημεία. Έτσι, διασπάται η κοινή ταυτότητα και η αίσθηση του «συνανήκειν». Υπάρχει ταυτόχρονα και η άποψη ότι οι πολιτικές της αναγνώρισης αποπροσανατολίζουν σε σχέση με τα πραγματικά προβλήματα που οι μειονότητες αντιμετωπίζουν και ότι οι πολιτισμικές λύσεις και οι πρακτικές της αναγνώρισης δεν μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα, αφού τα πραγματικά προβλήματα βρίσκονται αλλού. [11
Για τον Slavoj Zizek, η πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, μέσω της παγκόσμιας αγοράς, περιλαμβάνει και τη δική της ηγεμονική αφήγηση σε σχέση με την πολυπολιτισμική ανεκτικότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Η νέα παγκόσμια πραγματικότητα, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, επιτρέπει σε κάθε ξεχωριστό “life-style” να ανθίσει στη μοναδικότητά του. Η ιδανική μορφή ιδεολογίας του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι η πολυπολιτισμικότητα, που από μια υποτιθέμενη ουδέτερη θέση αντιμετωπίζει κάθε τοπικό πολιτισμό, όπως ο αποικιοκράτης αντιμετώπιζε τον αποικιοκρατούμενο, σαν ιθαγενείς που τα έθιμά τους πρέπει να μελετηθούν και να αποτελέσουν «αντικείμενα σεβασμού». Με άλλα λόγια, η πολυπολιτισμικότητα κρίνεται ως ανεστραμμένη και αυτοαναφορική μορφή ρατσισμού. Ο «σεβασμός» για τον «άλλο» βασίζεται στην προνομιακή θέση εκείνου που είναι σε θέση να κρίνει. Για τον Zizek αυτός ο «σεβασμός» για την ιδιαιτερότητα του «άλλου» είναι η μορφή επιβεβαίωσης της κυριαρχίας.[12
Τέλος, μέσα στη γκάμα των κριτικών απόψεων για την πολυπολιτισμικότητα, που ένα μικρό της μέρος παρατέθηκε εδώ, πρέπει να προστεθεί και η άποψη εκείνη που θεωρεί ότι η πολυπολιτισμικότητα, ειδικά στις Η.Π.Α, είναι κάτι που απλά δεν υφίσταται. Σύμφωνα με μια τέτοια ενατένιση, οι διάφορες κουλτούρες απλά συνυπάρχουν μέσα σε μια ενιαία καταναλωτική κοινωνία και δεν είναι δυνατόν ούτε να αποτελέσουν εναλλακτική λύση αλλά ούτε και να διαφοροποιηθούν απέναντί της. [13
Για τον Slavoj Zizek, η πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, μέσω της παγκόσμιας αγοράς, περιλαμβάνει και τη δική της ηγεμονική αφήγηση σε σχέση με την πολυπολιτισμική ανεκτικότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Η νέα παγκόσμια πραγματικότητα, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, επιτρέπει σε κάθε ξεχωριστό “life-style” να ανθίσει στη μοναδικότητά του. Η ιδανική μορφή ιδεολογίας του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι η πολυπολιτισμικότητα, που από μια υποτιθέμενη ουδέτερη θέση αντιμετωπίζει κάθε τοπικό πολιτισμό, όπως ο αποικιοκράτης αντιμετώπιζε τον αποικιοκρατούμενο, σαν ιθαγενείς που τα έθιμά τους πρέπει να μελετηθούν και να αποτελέσουν «αντικείμενα σεβασμού». Με άλλα λόγια, η πολυπολιτισμικότητα κρίνεται ως ανεστραμμένη και αυτοαναφορική μορφή ρατσισμού. Ο «σεβασμός» για τον «άλλο» βασίζεται στην προνομιακή θέση εκείνου που είναι σε θέση να κρίνει. Για τον Zizek αυτός ο «σεβασμός» για την ιδιαιτερότητα του «άλλου» είναι η μορφή επιβεβαίωσης της κυριαρχίας.[12
Τέλος, μέσα στη γκάμα των κριτικών απόψεων για την πολυπολιτισμικότητα, που ένα μικρό της μέρος παρατέθηκε εδώ, πρέπει να προστεθεί και η άποψη εκείνη που θεωρεί ότι η πολυπολιτισμικότητα, ειδικά στις Η.Π.Α, είναι κάτι που απλά δεν υφίσταται. Σύμφωνα με μια τέτοια ενατένιση, οι διάφορες κουλτούρες απλά συνυπάρχουν μέσα σε μια ενιαία καταναλωτική κοινωνία και δεν είναι δυνατόν ούτε να αποτελέσουν εναλλακτική λύση αλλά ούτε και να διαφοροποιηθούν απέναντί της. [13
[1] Russell Jacoby, The Myth of Multiculturalism, New Left Review I/208, November 1994, p. 1
2 Charles Taylor, Πολυπολιτισμικότητα: εξετάζοντας της πολιτική της αναγνώρισης, Πόλις, Αθήνα 1997, σ. 85
3 A Dictionary of Cultural and Critical Theory, Blackwell Reference, Oxford 1996, p. 354
4 Varun Oberoi, Social Unity in Britain, Journal of Ethnic and Migration Studies, vol.33, No1, January 2007, p. 141-142
5 Varum Oberoi, ό.π. σελ 152
6 Anne Phillips, From inequality to difference: a severe case of displacement?, New Left Review I?224, July 1997, p.1
7 Charles Taylor, .ό.π., σ. 73
8 Charles Taylor, ό.π., σ. 88
9 Michael Walzer. Περί ανεκτικότητας: για τον εκπολιτισμό της διαφοράς, Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ. 140
10Amy Gutman, πρόλογος, Charles Taylor, ό.π., σελ. 53
11 Keith Banting and Will Kymlicka, Multiculturalism and Welfare, Dissent, Fall 2003, p.59
12Slavoj Zizek, Multiculturalism or the cultural logic of multinational capitalism, New Left Review, September 1997, p. 43
13 Russell Jacoby, ό.π., σ. 3
Posted by...numb at 6:45 μ.μ.
5 comments:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ωραίος (κι ας το άργησες -κοντεύει χρόνος που μου το είχες υποσχεθεί).
Τείνω να συμφωνήσω με την τελευταία, αποικιοκρατικής θέασης, άποψη που παραθέτεις.
Επίσης, μην ξεχνάμε πως γεγονότα όπως η έκδοση του επίμαχου σχολικού βιβλίου ιστορίας έχουν αφορμή τους την ανάγκη "λείανσης" των εθνικιστικών διαφορών στο πλαίσιο της ειρηνικής συνύπαρξης.
Είναι όμως έτσι; Εγώ λέω πως ότι αναλαμβάνει να κάνει το σύστημα της "ελεύθερης αγοράς" -σκατά θα το κάνει. Κι αυτό γιατί οι ενέργειες δεν αποσκοπούν στο πλησίασμα των λαών, αλλά στο άνοιγμα των αγορών.
Πολυπολιτισμικότητα χωρίς πραγματικό σεβασμό του "άλλου" δεν υπάρχει. Και σεβασμός σημαίνει, "ακούω, συζητώ, δεν πίνω το αίμα του αδύνατου για αύξηση του κέρδους". Αυτά για αρχή.
Εγώ πάλι, "όλως τυχαίως" δίνω ένα λινκ για τον μεγάλο Ζizek εδώ
Ίσως, μελλοντικά, να ετοιμάσω ένα κείμενο για το αν υφίσταται η έννοια της πολυπολιτισμικότητας στα ελληνικά συμφραζόμενα
Έχω, πάντως, ολόκληρη βιβλιογραφία για το θέμα της πολυπολιτισμικότητας. Αν θες να σου φέρω κανά βιβλίο ή κάποιο άρθρο, πες μου. Θα τα πούμε σύντομα από κοντά!
Ναι, αυτός με έψησε κι εμένα από όσους ανέφερες. Αλλά, δεν έχω πολλή εμπιστοσύνη στη Γουίκι. Παίζει τίποτα δικό του στα ελληνικά ή θα αναγκαστώ να ξεσκονίσω τα αλλοδαπά μου;
Υ.Γ.1.: Σύντομα εννοείς στις "Κολοκύθες" και τους "Ιεροκήρυκες"; Κανονίζουμε διαδήλωση για Πάτι Σμιθ -σε παίρνει;
Υ.Γ.2: Αυτός ο κοπρίτης ο δικός σου που είναι; Ακόμα τηλέφωνο περιμένω.
Όλα όσα έχω διαβάσει από τον Ζizek ήταν στα αγγλικά, δεν ξέρω αν έχει μεταφραστεί κάτι δικό του στα ελληνικά.
Υγ1: ε ναι, τις "κολοκύθες". λέω να δω μια βδομάδα μετά και το "εργαλείο". η πάτι η σμιθ πότε παίζει; αν είμαι κάτω, θα έρθω
Υγ2: τον έχω χάσει ρε συ. δεν τον έχω δει ακόμη. και το βλέπω χλωμό να βρεθούμε...ούτε φωνή, ούτε ακρόαση....
Εξαιρετικά ενδιαφέρον το άρθρο. Εκτός από την συγκεκριμένη βιβλιογραφία, έχεις να συστήσεις άλλο υλικό για την πολυπολιτισμικότητα; Πάνω σε αυτό υπάρχει και ο φιλοσοφικός διάλογος περί αναγνώρισης-αναδιανομής των N. Fraser-Ax. Honneth.