Τελική προσέγγιση της "κραυγής": Είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι, άρα επαναστάτες

Εντάξει, είδαμε ότι δεν είμαστε παράφρονες όταν μας ενοχλεί η αδικία, δεχτήκαμε πως το πρόβλημα έγκειται στη φύση του συστήματος που φετιχοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις, αναγνωρίσαμε πως το λάθος του κράτους συμπίπτει με το λάθος του επαναστάτη –όταν αναλαμβάνουν να λειτουργήσουν στο «όνομα των πολιτών». Καταλάβαμε (δεν είμαστε δα και ηλίθιοι!) πως οι μορφές αντίστασης έχουν να κάνουν με τον αυτοκαθορισμό μας, με τη θέση που εμείς προσδιορίζουμε ότι κατέχουμε.

Και είδαμε πως μόνο ξεπερνώντας τα όρια της ετεροκαθοριζόμενης θέσης μας μπορούμε, στην πραγματικότητα, να αλλάξουμε τον δικό μας κόσμο. Είναι φυσικό αν το σκεφτείς! Όσο δεν βλέπεις έξω από τα παράθυρα της φυλακής σου αποκλείεται να σκεφτείς την απόδραση. Αλλά τι γίνεται με την ίδια τη φυλακή; «Το σύστημα είναι πανίσχυρο, το σύστημα ελέγχει τα πάντα, το σύστημα δεν πέφτει με τίποτα –κλονίζεται μόνο, αλλά σύντομα επανέρχεται». Εντάξει, το σύστημα είναι δυναμικό και διαμορφώνεται από εμάς, αλλά έχει αναπτύξει τέτοιους ισχυρούς μηχανισμούς που μας είναι αδύνατο να το πλήξουμε. Αυτό πιστεύουμε. Αλλά είναι έτσι; Ας δανειστούμε ένα ακόμα απόσπασμα του βιβλίου:


«Η αμοιβαία απώθηση ανάμεσα στην ανθρωπιά και το κεφάλαιο αφενός επιβάλλει στο κεφάλαιο την ανάγκη να εντείνει διαρκώς την εκμετάλλευση της εργασίας και αφετέρου κάνει αυτή τη διαδικασία πιο δύσκολη για το κεφάλαιο. Μπορούμε να μιλήσουμε για κρίση όταν η ανυποταγή ή η μη υποταγή του πράττειν εμποδίζουν την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης που απαιτεί η καπιταλιστική αναπαραγωγή, σε βαθμό που να επηρεάζεται σημαντικά η αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Μέσα στη διαδικασία της κρίσης, το κεφάλαιο επιχειρεί να αναδιοργανώσει τη σχέση του με την εργασία έτσι ώστε να αποκατασταθεί η αποδοτικότητα.

Αυτό απαιτεί την ενεργοποίηση εκείνου που ο Μαρξ ονομάζει αντι-τάσεις στην τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους: αύξηση της εκμετάλλευσης, εξάλειψη ενός αριθμού κεφαλαίων που διαφορετικά θα συμμετείχαν στη διανομή της κοινωνικής υπεραξίας, αποκατάσταση σε μεγάλο βαθμό του αναλογικού ρόλου της ζωντανής εργασίας μειώνοντας το κόστος των στοιχείων του σταθερού κεφαλαίου και περιορίζοντας τη μη παραγωγική χρήση της υπεραξίας.

Αυτό δεν συνεπάγεται μόνο την αναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας αλλά και όλων των συνθηκών που επηρεάζουν τη διαδικασία εκμετάλλευσης, δηλαδή του συνόλου της κοινωνίας. Αυτή η ‘ενεργοποίηση αντι-τάσεων’ ισοδυναμεί τυπικά με χρεοκοπία, ανεργία, περικοπές μισθών, περιορισμό συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, εντατικοποίηση της εργασίας –για όσος διατηρούν ακόμη την εργασία τους –εντατικοποίηση του ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίων και της σύγκρουσης μεταξύ κρατών, περικοπές στις δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και, κατά συνέπεια, αλλαγές στη σχέση μεταξύ ηλικιωμένων και νέων, μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ παιδιών και γονέων, καθώς και αλλαγές στη σχέση μεταξύ διαφόρων πτυχών του εαυτού μας κ.ο.κ.

Η όλη διαδικασία της κρίσης συνεπάγεται μια άμεση αντιπαράθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στο κεφάλαιο και την ανυποταγή και τη μη υποταγή της ζωής. Η αντιπαράθεση εγκυμονεί κινδύνους για το κεφάλαιο: ίσως να μην οδηγήσει σε μεγαλύτερη υποταγή αλλά αντίθετα σε μια πιο ανοιχτή ανυποταγή και σε μια εντατικοποίηση των εμποδίων που συναντάει το κεφάλαιο. Οι κίνδυνοι της αντιπαράθεσης είναι ακόμα πιο ξεκάθαροι από τη σκοπιά των ιδιαίτερων κεφαλαίων ή των ιδιαίτερων κρατών που διατρέχουν τον κίνδυνο της ήττας στον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση που συνεπάγεται η κρίση.

Με άλλα λόγια, το κεφάλαιο γενικά –καθώς και τα ιδιαίτερα κεφάλαια και τα ιδιαίτερα κράτη –ενδεχομένως να επωφελείται από την αποφυγή ή τη μετατόπιση της αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις της ανυποταγής.


(Αν κάνουμε μια μεταφορά, παρουσιάζοντας τη σχέση κεφαλαίου –εργασίας σαν σχέση σκύλου –αφεντικού, όπου ο σκύλος προσπαθεί να πάει προς μια κατεύθυνση και το αφεντικό τραβάει το λουρί για να τον οδηγήσει προς την άλλη πλευρά) η κρίση μπορεί να παραλληλιστεί με τη στιγμή που, κατά την αμοιβαία απώθηση, το λουρί τεντώνεται, σφίγγει τον λαιμό του σκύλου και το χέρι του αφεντικού. Είναι σαφές ότι ούτε ο σκύλος ούτε το αφεντικό μπορούν να συνεχίσουν την πορεία τους. Ωστόσο δεν υπάρχει ακόμα καμιά σιγουριά όσον αφορά το αποτέλεσμα. Αν ο σκύλος είναι αρκετά δυνατός και αποφασισμένος ή έχει αρκετή ορμή, θα σπάσει το λουρί ή θα πετάξει κάτω το αφεντικό του. Αντίθετα, μπορεί το αφεντικό να έχει αρκετή δύναμη και την ικανότητα να επαναφέρει τον σκύλο στην τάξη. Στην πάλη του για να υποτάξει τον σκύλο, το αφεντικό διαθέτει ένα σημαντικό πλεονέκτημα: μπορεί να χαλαρώσει το λουρί. Αυτό αποτελεί τόσο αναγνώριση της δύναμης του σκύλου όσο και μια στρατηγική κίνηση για να κουραστεί ο σκύλος μέχρι να υποταχθεί. Από τη στιγμή που ο σκύλος θα είναι αρκετά κουρασμένος και εξασθενημένος, το αφεντικό, αν το κρίνει αναγκαίο, μπορεί να τον χτυπήσει για να τον επαναφέρει στην τάξη και να σφίξει πάλι το λουρί.

Η χαλάρωση του λουριού, η αποφυγή της σύγκρουσης ως στρατηγικής για τη νίκη στη σύγκρουση αυτή, συνιστάται στην επέκταση της πίστωσης. Η κρίση (και συνεπώς η υλική διάσταση της αντιεξουσίας) δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την ανάλυση του ρόλου της επέκτασης της πίστωσης.


Καθώς τα κέρδη μειώνονται, οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσπαθούν να επιβιώσουν δανειζόμενες χρήμα. Οι κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα προσπαθούν να αποφύγουν την αντιπαράθεση με τους πληθυσμούς τους μέσα από το δανεισμό. Οι εργάτες προσπαθούν να ανακουφιστούν από τα αποτελέσματα της αρχόμενης κρίσης δανειζόμενοι χρήματα. Η αυξημένη ζήτηση για δάνεια, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που προκαλούνται στην παραγωγή λόγω της ανυποταγής, έχει ως αποτέλεσμα να είναι πιο ελκυστικό για το κεφάλαιο να δανείσει χρήμα παρά να το επενδύσει στην παραγωγή.

Το ξέσπασμα της κρίσης οδηγεί σε μια εξάπλωση της πίστωσης και του χρέους. Η συσσώρευση γίνεται όλο και πιο πλασματική: η χρηματική αντιστοιχία της αξίας αποσυνδέεται όλο και περισσότερο από την πραγματική παραχθείσα αξία. Ο καπιταλισμός καθίσταται όλο και πιο πλασματικός, όλο και πιο προσποιητός: οι εργάτες προσποιούνται ότι το εισόδημά τους είναι μεγαλύτερο από αυτό που πραγματικά είναι, οι καπιταλιστές προσποιούνται ότι οι επιχειρήσεις τους είναι αποδοτικές, οι τράπεζες προσποιούνται ότι οι οφειλέτες τους είναι οικονομικά ακέραιοι. Όλοι προσποιούνται ότι υπάρχει μεγαλύτερη παραγωγή υπεραξίας από αυτή που πραγματικά υπάρχει. Όλοι προσποιούνται πως υπάρχει μια μεγαλύτερη υποταγή της εργασίας, με μεγαλύτερη υποταγή της ζωής στην εργασία, από αυτή που πραγματικά υπάρχει.

Με την επέκταση της πίστωσης και του χρέους, όλες οι κατηγορίες της σκέψης μας καθίστανται πιο πλασματικές, πιο προσποιητές. Κατά έναν περίεργο, φετιχιστικό τρόπο, η επέκταση της πίστωσης εκφράζει την εκρηκτική δύναμη της υποτακτικής έγκλισης, την επιθυμία για διαφορετική κοινωνία.

Ωστόσο, συνήθως, η επέκταση της πίστωσης φτάνει σε σημείο που, ως αποτέλεσμα της αποφυγής της σύγκρουσης με την ανυπακοή, η σχετική μείωση της παραγωγής υπεραξίας κάνει αδύνατη τη διατήρηση της πλασματικής κατάστασης. Όλο και περισσότεροι οφειλέτες αδυνατούν να πληρώσουν τα χρέη τους, οι πιστωτές (όπως οι τράπεζες) αρχίζουν να καταρρέουν και η κρίση γρήγορα εντατικοποιείται στο μέγιστο προκαλώντας μεγάλη κοινωνική αντιπαράθεση. Συντελείται μια μαζική καταστροφή του πλασματικού κεφαλαίου, καθώς και μια μαζική καταστροφή των πλασματικών προσδοκιών και επιπέδων ζωής των περισσοτέρων ανθρώπων. Μια τέτοια καταστροφή ενός πλασματικού κόσμου μπορεί να παρατηρηθεί στη χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1929.


Ωστόσο αυτή η κλασσική διαδικασία κρίσης τροποποιείται αν υπάρξει κάποιος ‘δανειστής εσχάτης ανάγκης’ που να μπορεί να συνεχίσει το δανεισμό, να διατηρήσει την επέκταση της πίστωσης έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος. Η πίστωση γίνεται τότε ακόμα πιο ελαστική, ο προσποιητός κόσμος ακόμα πιο φανταστικός. Μοιάζει να μπορεί το λουρί να επεκταθεί επ΄αόριστον δίνοντας τόσο στο σκύλο όσο και στο αφεντικό του την ψευδαίσθηση ελευθερίας.
Στα 70 χρόνια περίπου που μεσολάβησαν από την κατάρρευση του 1929, συντελέστηκε μια αλλαγή στη μορφή της κρίσης. Η πίστωση είναι τώρα πολύ πιο ελαστική και ο ρόλος του δανειστή έκτακτης ανάγκης ακόμα πιο σημαντικός. Η διαρκής επέκταση της πίστωσης και του χρέους βρίσκεται πλέον στον πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο βαθμός εξάρτησης της αναπαραγωγής του καπιταλισμού από τη συνεχή επέκταση του χρέους αποτελεί πλέον την πιο σαφή ένδειξη της ανικανότητας του κεφαλαίου να υποτάξει επαρκώς τη ζωή στην εργασία. Η ανυποταγή της ζωής έχει εισέλθει στον ίδιο τον πυρήνα του κεφαλαίου ως χρόνια οικονομική αστάθεια.»


Τι περισσότερο υπάρχει στο παραπάνω κομμάτι από αυτά που ήδη ξέραμε; Κι αν τα ξέραμε γιατί δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πως το σύστημα είναι όντως ευάλωτο; Γιατί συμμετέχουμε αγνοώντας το εμφανές –που δεν είναι άλλο από την προφανή ώθηση του καπιταλιστικού συστήματος στα όρια κατάρρευσής του; Κι ακόμα περισσότερο, γιατί επιμένουμε πως το «σύστημα είναι ανίκητο»; Ίσως οι συνέπειες όλων των παραπάνω να μας διαφωτίσουν:


«Όσο μεγαλώνει ο διαχωρισμός μεταξύ πραγματικής και νομισματικής συσσώρευσης, τόσο μεγαλύτερο καθίσταται το κενό ανάμεσα στην υποταγή της ζωής που πραγματικά επιτυγχάνεται και την υποταγή που απαιτεί η απληστία του κεφαλαίου. Προκειμένου να επιβιώσει, το κεφάλαιο καθίσταται όλο και πιο απαιτητικό: ‘Γονατίστε! Γονατίστε! Πέστε στα γόνατα! Πουλήστε την τελευταία σταγόνα αξιοπρέπειας που διαθέτετε!’ είναι το σύνθημα του σύγχρονου κεφαλαίου.

Η τάση προς την όλο και πιο έντονη υποταγή κάθε πλευράς της ζωής μας στο κεφάλαιο αποτελεί την ουσία του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης μέσω της εντατικοποίησης και της αναδιοργάνωσης της υποταγής. Ο χωρισμός υποκειμένου και αντικειμένου (η κατάλυση της ανθρωπιάς του υποκειμένου) διευρύνεται με την επέκταση της κυριαρχίας μέσω του χρήματος.

Όπως τον 18ο αιώνα εδραίωσε την κυριαρχία του μέσα από τις περιφράξεις της γης (δηλαδή μέσα από τον διαχωρισμό των ανθρώπων από τη γη), το κεφάλαιο προσπαθεί σήμερα να ξεπεράσει την κρίση του μέσα από την περίφραξη όλο και περισσότερων τομέων της κοινωνικής δραστηριότητας, επιβάλλοντας την κυριαρχία του χρήματος εκεί όπου η υποταγή ήταν μόνο έμμεση.

Η εμπορευματοποίηση της γης, η αυξανόμενη εμπορευματοποίηση της περίθαλψης και της εκπαίδευσης, η διεύρυνση της έννοιας της ιδιοκτησίας ώστε να περιλαμβάνει το software και τα γονίδια, οι περικοπές στην κοινωνική πρόνοια στις χώρες όπου υπάρχει, η αύξηση της πίεσης στη δουλειά: όλα αυτά είναι μέτρα που στοχεύουν στην επέκταση και στην εντατικοποίηση της υποταγής, που σηματοδοτούν νέες περιοχές και λένε ‘ αυτές οι περιοχές υπόκεινται πλέον στην άμεση κυριαρχία του κεφαλαίου και του χρήματος’.

Όπως οι περιφράξεις του 18ου αιώνα σήμαιναν πως συμπεριφορές που μέχρι τότε ήταν προσωπική υπόθεση μετατρέπονταν πλέον σε συμπεριφορές ενάντια στο κεφάλαιο που τιμωρούνταν με το νόμο και την φτώχεια, έτσι και οι σημερινές περιφράξεις σημαίνουν πως συμπεριφορές που προηγουμένως θεωρούνταν φυσιολογικές αρχίζουν να αποτελούν απειλή για το κεφάλαιο».


Ο Χόλογουεη απλώνει τα παραδείγματά του μεταξύ της πάλης που προέρχεται από την ανάγκη των ιθαγενών της Τσιάπας για την διατήρηση της παράδοσής τους και της αδυναμίας διεξαγωγής «μη παραγωγικών» σπουδών στα Πανεπιστήμια, όπου ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας έχουν υποσκελιστεί από «πιο πρακτικά ζητήματα» -από θεματολογία δηλαδή που συνδέεται άμεσα με την παραγωγική διαδικασία. Για να καταλήξει πως ακόμα και η απλή επαφή μεταξύ γονέων και παιδιών είναι πλέον αδύνατη, αφού ο εργασιακός χρόνος επιμηκύνεται αδιάκοπα. Και να δανειστεί την άποψη του Paul Mattick σχετικά με την «μόνιμη κρίση» του καπιταλισμού όπως αυτή είχε παρουσιαστεί στη δεκαετία του 1930:


«Θα μπορούσε κανείς να πει πως βρισκόμαστε σε μια παρόμοια κατάσταση, σε μια παρατεταμένη κρίση που δεν έχει επιλυθεί. Η φράση του Mattick ήταν υπερβολικά αισιόδοξη: η κρίση του 1930 δεν ήταν μόνιμη, όντως ξεπεράστηκε, μέσα από τη σφαγή περίπου τριάντα εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό είναι τρομακτικό.
Ωστόσο τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο όσον αφορά την κρίση. Εμείς είμαστε η κρίση, εμείς οι οποίοι κραυγάζουμε, στους δρόμους, στην ύπαιθρο, στα εργοστάσια, στα γραφεία, στα σπίτια μας. Εμείς είμαστε οι ανυπότακτοι και οι μη υποταγμένοι που λέμε ‘Όχι!’, εμείς που λέμε ‘Ως εδώ!’, ως εδώ με τα ηλίθια παιχνίδια εξουσίας σας, ως εδώ με την ηλίθια εκμετάλλευσή σας, ως εδώ με το ανόητο παιχνίδι στρατιωτών και αφεντικών.

Εμείς που δεν εκμεταλλευόμαστε και δεν θέλουμε να εκμεταλλευτούμε, εμείς που δεν έχουμε εξουσία και δεν θέλουμε να την αποκτήσουμε, εμείς που ακόμη θέλουμε να ζήσουμε μια ζωή που να τη θεωρούμε ανθρώπινη, εμείς που δεν έχουμε πρόσωπο και φωνή. Εμείς είμαστε η κρίση του καπιταλισμού. Η θεωρία της κρίσης δεν είναι μόνο μια θεωρία φόβου, είναι επίσης η θεωρία της ελπίδας».


Ελπίδα; Άλλη μια λέξη που είχα να ακούσω χρόνια, όντας βυθισμένος στην βολική απάθεια του «βετεράνου». Οι Αμερικάνοι χρησιμοποιούν τη φράση «’ve been there, seein’ that» -εντάξει, όλα τα ξέρουμε, όλα τα έχουμε δει, όλα τα έχουμε κάνει. Και καταλήξαμε πως όλα είναι μάταια –σωστά; Οι δημόσιοι υπάλληλοι χρησιμοποιούν το ίδιο επιχείρημα μετά τα δυο πρώτα χρόνια στο Δημόσιο –«αρκετά κουραστήκαμε, ας δουλέψει και κανένας νεότερος, έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν γίνεται». Κοίτα καλύτερα εδώ πέρα –σκέψου πόσες φορές χρησιμοποίησες παρόμοια επιχειρήματα. Υποθέτω όσες ακριβώς έβρισες τους Αμερικάνους που είναι «ανόητοι και άσχετοι» και τους δημόσιους υπάλληλους που είναι «τεμπέληδες και λουφαδόροι». Και ξέρεις πιο είναι το χειρότερο; Πως η ίδια ακριβώς αντίληψη περνάει στους νεώτερους –πλέον οι πιτσιρικάδες τα έχουν δει όλα πριν ξεκινήσουν, έχουν πειστεί για τη ματαιότητα οποιασδήποτε προσπάθειας. Οι πιτσιρικάδες μας είναι ήδη Αμερικάνοι rednecks και δημόσιοι υπάλληλοι που περιμένουν τη σύνταξη. Για κοίτα καλύτερα και σκέψου το.

Έχουν απαντηθεί τα περισσότερα ερωτήματα που τέθηκαν από την αρχή της συγκεκριμένης παρουσίασης, είναι, νομίζω, απτές οι θέσεις που περιγράφονται –μένει μόνο η μαγική λέξη του προλόγου, μένει ανοιχτή η προσέγγιση του όρου «επανάσταση» σε επίπεδο πρότασης:

«Ο στόχος της επανάστασης είναι ο μετασχηματισμός της καθημερινής ζωής. Τότε ασφαλώς αυτή η επανάσταση θα πρέπει να προκύψει από τη συνηθισμένη, καθημερινή ζωή. Η ιδέα μιας κομμουνιστικής επανάστασης είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία δεν καθοδηγούμαστε, στην οποία όλοι αναλαμβάνουμε ευθύνη. Συνεπώς, η σκέψη και οι παραδόσεις μας πρέπει να κινούνται με όρους των μη ηγετών, όχι των ηρώων…

Η επανάσταση μπορεί να υπάρξει ως πιθανότητα μόνο με βάση την υπόθεση ότι το να είναι κανείς επαναστάτης είναι κάτι πολύ φυσιολογικό, κάτι απολύτως κοινό, πως είμαστε όλοι επαναστάτες, αν και κατά έναν τρόπο πολύ αντιφατικό, φετιχοποιημένο, καταπιεσμένο. Η κραυγή, το Όχι, η άρνηση που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής στην καπιταλιστική κοινωνία: αυτή είναι η πηγή του επαναστατικού κινήματος. Η συνύφανση φιλίας, αγάπης, συναδελφικότητας και συλλογικότητας μπροστά στον υποβιβασμό των κοινωνικών σχέσεων που συνυπάρχει με την ανταλλαγή των προϊόντων: αυτή είναι η υλική κίνηση του κομμουνισμού. Δεν πρόκειται βεβαίως για μια προτροπή στην παθητικότητα, αλλά για να καταστεί κεντρική αρχή της επαναστατικής οργάνωσης η ιδέα των Ζαπατίστας πως είμαστε φυσιολογικοί, συνεπώς επαναστάτες.
Η επανάσταση είναι η ‘επιστροφή των απωθημένων’: ‘Η επιστροφή των απωθημένων απαρτίζει την απαγορευμένη και υποχθόνια ιστορία του πολιτισμού’ (Μαρκούζε)».


Το βιβλίο τελειώνει σε αυτό περίπου το σημείο, αλλά αξίζει να παρατεθούν οι τελευταίες παράγραφοι. Θα μπορούσα να τις αναλύω με τις ώρες και να διαβρώσω το νόημά τους. Προτίμησα να τις μεταφέρω αυτούσιες:


«Πώς να αλλάξουμε λοιπόν τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία; Βρισκόμαστε ήδη στο τέλος του βιβλίου και, όπως και στην αρχή του, δεν γνωρίζουμε. Οι λενινιστές γνωρίζουν ή γνώριζαν. Εμείς όχι.

Η ανάγκη για επανάσταση είναι πιο επείγουσα από κάθε άλλη φορά, ωστόσο δεν γνωρίζουμε πια τι σημαίνει επανάσταση. Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτό το ερώτημα, τείνουμε να βήχουμε, να μουρμουρίζουμε κάτι και να προσπαθούμε να αλλάξουμε θέμα συζήτησης.

Εν μέρει, η μη γνώση μας είναι η μη γνώση των ιστορικά ηττημένων: η γνώση των επαναστατών του τελευταίου αιώνα ηττήθηκε. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό: η μη γνώση μας είναι επίσης και η μη γνώση αυτών που κατανοούν πως η μη γνώση είναι μέρος της επαναστατικής διαδικασίας. Έχουμε χάσει κάθε βεβαιότητα, όμως ο ανοιχτός χαρακτήρας της αβεβαιότητας έχει κεντρική σημασία στην επανάσταση. «Ρωτώντας περπατάμε», λένε οι Ζαπατίστας. Ρωτάμε, όχι μόνο επειδή δεν γνωρίζουμε το δρόμο (δεν τον γνωρίζουμε), αλλά και επειδή το να ζητάμε κατευθύνσεις είναι μέρος της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας.

Αυτό είναι ένα βιβλίο χωρίς τέλος. Είναι ένας ορισμός που ταυτόχρονα αρνείται τον εαυτό του. Είναι ένα ερώτημα, μια πρόσκληση για συζήτηση.
Είναι ένα βιβλίο χωρίς αίσιο τέλος. Τίποτα σε αυτό το βιβλίο δεν άλλαξε τη φρίκη της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Πόσα παιδιά πέθαναν άσκοπα από τότε που άρχισα τη συγγραφή του βιβλίου; Και πόσα από τότε που άρχισες να το διαβάζεις; Αν το βιβλίο έκανε οτιδήποτε που να αποδυναμώνει ή να κάνει πιο νωθρή την κραυγή, ή να την εννοιολογεί σε βαθμό που να πάψει να υπάρχει, τότε απέτυχε. Ο στόχος ήταν να την ενδυναμώσει, να την κάνει πιο διαπεραστική. Η κραυγή συνεχίζεται.
Αυτό είναι ένα βιβλίο που δεν έχει (ακόμη;) αίσιο …»

Θεωρώ πως μετά την πολυσέλιδη παρουσίαση των απόψεων του Τζον Χόλογουεη, όπως αυτές παρουσιάζονται στο βιβλίο του «Ας αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία», δεν μένουν πολλά να ειπωθούν. Υπάρχουν όμως πολλά θέματα που πρέπει να συζητηθούν. Από τους αναγνώστες του βιβλίου (κι αυτό είναι το σημαντικό) κι από την επιστημονική κοινότητα (αν και αυτό είναι το λιγότερο σημαντικό).

Έχω μόνο να προσθέσω μερικά ευχαριστώ, σε όσους άντεξαν να διαβάσουν αυτό το αχανές κείμενο και στον Γιώργο Μίχο που προσφέρθηκε να το συμμαζέψει προκειμένου να προσεγγίζεται ευκολότερα.

Κι ένα ακόμα ευχαριστώ στον κύριο καθηγητή, στον Τζον Χόλογουεη που, με το βιβλίο του, δεν μου έδωσε απαντήσεις, αλλά (κι αυτό είναι «σοβαρό όσο και η ζωή σου») στοχοθέτησε τις ερωτήσεις μου.

Posted by...The Motorcycle boy at 11:24 π.μ.  

2 comments:

Lupa είπε... 24/4/07, 10:21 π.μ.  

Νοιώθω ευγνωμοσύνη για αυτό το κείμενό σου Motorcycle Boy γιατί μου έδωσε τροφή για σκέψη και (συγχώρεσέ μου τη μεγαλοστομία) μου άνοιξε τα μάτια.

The Motorcycle boy είπε... 24/4/07, 10:28 π.μ.  

Lupa, όχι ευγνωμοσύνη προς εμένα αλλά προς τον Χόλογουεη -εγώ απλά αντέγραψα τμήματα του βιβλίου του. Το είπα και από την αρχή -το συγκεκριμένο βιβλίο είναι από τα σημαντικότερα πράγματα που έχω διαβάσει και (δεν είναι μεγαλοστομία) όντως ανοίγει τα μάτια όσων είναι πρόθυμοι να ακούσουν.
Ευχαριστώ για την υπομονή σου να διαβάσεις τα κατεβατά μου.

Δημοσίευση σχολίου