CHE -40 χρόνια
Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2007
«Εκείνα τα χρόνια ο Ερνεστίτο πάνω που μάθαινε να περπατάει. Καθώς εμάς μας άρεσε να πίνουμε μάτε, τον στέλναμε μέχρι την κουζίνα, που απείχε περίπου 20 μέτρα από το σπίτι, για να μας το φτιάξει. Ανάμεσα στην κουζίνα και στο σπίτι υπήρχε ένας σωλήνας κρυμμένος μέσα σ΄ένα μικρό χαντάκι. Ο μικρός, κρατώντας το μάτε στα χεράκια του, σκόνταφτε πάντα σ΄εκείνο το σημείο κι έπεφτε. Σηκωνόταν πάντα θυμωμένος, κι εκεί που επέστρεφε με μια καινούργια δόση, έπεφτε και πάλι. Πεισμωμένος, εξακολουθούσε να φέρνει μάτε ξανά και ξανά, μέχρι που έμαθε να πηδάει το χαντάκι», Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς.
«Με έλεγαν Τσάντσο (γουρούνι)»
«Επειδή ήσουν χοντρός;»
«Όχι, επειδή ήμουνα βρωμιάρης»
Η φοβία του για το κρύο νερό, που μερικές φορές του προκαλεί κρίσεις άσθματος, τον έχει οδηγήσει στο να μην έχει σταθερές συνήθειες υγιεινής. Η έλλειψη αγάπης για τα μπάνια και τα ντους θα το συνοδέψει στο υπόλοιπο της ζωής του.
Απόβαση από το Γκράνμα: Ο γκουαχίρο Κρέσπο γυρίζει πίσω να βοηθήσει τον Τσε, που έχει πάθει κρίση άσθματος.
«Έλα, άσε με να σε βοηθήσω».
«Όχι. Γιατί να με βοηθήσεις;»
«Γιατί είσαι κουρασμένος από την πορεία στον βάλτο».
«Τι μαλάκας! Να πας να βοηθήσεις τη μάνα σου καλύτερα! Εγώ ήρθα εδώ για να αγωνιστώ, δεν ήρθα για να με βοηθήσει κανένας».
Τελικά ο Κρέσπο καταφέρνει να του πάρει τον σάκο.
Ο Αμεϊχέιρας διηγείται: «Ήταν αστείο να βλέπεις κάποιον από εκείνους τους πρωτάρηδες μαχητές, μερικές φορές σχεδόν έφηβους ακόμα, να σταματά μέσα στη μάχη και να φωνάζει την ώρα που όλοι ήταν πεσμένοι στο έδαφος, με τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω από τα΄αυτιά τους ‘Ε, Τάδε κοίτα με! Ο Νόμος των Μάου!’. Τότε ο αντάρτης στεκόταν με γενναιότητα όρθιος ανάμεσα στις σφαίρες και άδειαζε το όπλο του πάνω στον εχθρό. Στη συνέχεια έπρεπε να τον μιμηθεί αυτός στον οποίο είχε απευθύνει το λόγο … Αυτός ήταν εν συντομία ο νόμος των Μάου: να πολεμάς όρθιος και να προχωράς κάτω από τις σφαίρες ή να ρίχνεις κατά μέτωπο στα αεροπλάνα. Αντρίκεια πράγματα, που σήμερα μοιάζουν καμώματα τρελών».
Όνομα και επίθετο: Ερνέστο Γκεβάρα Σέρνα
Έγγαμος, 30 ετών
Σπουδές: Ιατρική
Τόπος και ημερομηνία κατάταξης: Μεξικό
Μέτωπο και φάλαγγα δράσης: 1-4-8
Βαθμοί που του αποδόθηκαν: υπίατρος, λοχαγός, διοικητής
Αποδόθηκαν από τον: Φιντέλ
Μάχες στις οποίες πήρε μέρος: (χωρίς απάντηση)
Τραυματισμοί: 2
Υπογραφή: Τσε
Την ερώτηση που αφορά τη φυλή την έχει διαγράψει, θεωρώντας την επιπόλαιη.
Μια από αυτές τις μέρες της εθελοντικής εργασίας συναντάει τον νεαρό Ασεβέδο, τον Ενρίκε, τον μικρότερο από τα δυο αδέρφια, ο οποίος είχε υποχρεωθεί να αποσυρθεί προσωρινά από το στρατό, γιατί είχε χρειαστεί να του κάνουν άλλη μια επέμβαση στο χέρι του, που δεν είχε κολλήσει σωστά μετά από ένα σπάσιμο, και που τώρα δουλεύει στην Εκβιομηχάνιση, στο Τμήμα Αγορών. Αφού πρώτα τον ρωτάει για τα καθέκαστα της ζωής του, έπειτα του πετάει ξερά:
«Ακόμα πρώτος υπολοχαγός είσαι;»
Ο Ασεβεβέδο, που στα δεκαεφτά του χρόνια δεν έχει και πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ και που είναι συνηθισμένος να του βάζει χέρι ο Τσε, απαντάει:
«Μα, Τσε, εσείς ξέρετε πως εμείς οι δειλοί δεν παίρνουμε προαγωγή».
Κι ο Τσε του λέει κοφτά:
«Παράξενο, γιατί οι γλείφτες πάντα ευημερούν».
«Έμεινα να τον κοιτάζω και σκέφτηκα: Αυτός ο άνθρωπος με μισεί, με κάνει να νιώθω πως δεν ξέρω τι μου γίνεται, με έχει πάρει για τις δουλειές του ποδαριού, μα τι στο διάβολο έχει εναντίον μου, τι του έχω κάνει;»
Λίγες μέρες αργότερα, θα τον απολύσει, γιατί έχει κάνει μια αγορά δυναμίτη από μια αμερικάνικη εταιρεία ενώ υπήρχαν και άλλες επιλογές, και αφού τον απολύσει, θα φροντίσει να μπει στο πανεπιστήμιο.
Ο Αλμπέρτο Μόρα θα υποχρεωθεί να επιπλήξει τον Τσε σε κάποια φάση, γιατί, ενώ πηγαίνουν σε μια εκδήλωση που τηρείται κάποιο πρωτόκολλο, ο Τσε είναι ντυμένος με φόρμα αγγαρείας. Ο Γκεβάρα ζητάει συγνώμη (!) και βγάζει το παντελόνι έξω από τις μπότες του.
Ο Μανρέσα διηγείται: «Μου υπέδειξε να μιλήσω με τον Μανουέλ Λουσάρδο, τον υπουργό Εσωτερικού Εμπορίου, για να διερευνήσουμε τι έτρωγε ο απλός κόσμος, τι έτρωγαν οι κάτοικοι, και ήθελε τα ίδια ακριβώς να δίνονται και στον ίδιο στο υπουργείο. Για μένα αυτό ήταν ένα διαβολεμένα μεγάλο πρόβλημα. Αυτός ο άνθρωπος δούλευε είκοσι ώρες κάθε μέρα, είχε άσθμα, δεν μπορούσε να φάει αυγά, δεν μπορούσε να φάει ψάρι λόγω των αλλεργιών του. Μερικές φορές τον ξεγελούσα για να βελτιώνω το διαιτολόγιό του. Εκείνου του άρεσαν πολύ τα φρούτα, η κοτόσουπα και το μοσχαρίσιο κρέας, όπως σε κάθε καλό Αργεντινό. Γι΄αυτό που και που κάτι σκαρφιζόμουν και του έφτιαχνα ψητό, αλλά έπρεπε να του λέω παραμύθια. Έβγαζα από το νου μου ότι τάχα κάποιοι Λατιονοαμερικάνοι σύντροφοι ήθελαν να γιορτάσουν κάτι κι έστηνα τη σχάρα στην ταράτσα του Υπουργείου Βιομηχανίας».
Στις 23 Φεβρουαρίου ο κομαντάντε Γκεβάρα κόβει ζαχαροκάλαμο στη σεντράλ Ορλάντο Νοδάρσε, με μια ομάδα εργασίας από το υπουργείο. Ο σοφέρ έχει μείνει στο φορτηγό, στη σκιά. Ο Τσε, οργισμένος, πηγαίνει κοντά του:
«Ε, σύντροφε, που είναι η ματσέτα σας;»
«Εγώ δεν ήρθα εδώ για να κόψω ζαχαροκάλαμο –είμαι ο σοφέρ».
«Κοίτα, εδώ ο καθένας μπορεί να κάνει το σοφέρ. Ή βρίσκεις μια ματσέτα και μπαίνεις στη δουλειά όπως όλοι ή φεύγεις τώρα αμέσως. Και μη νοιάζεσαι για το φορτηγό, γιατί, στο κάτω κάτω, οδηγώ κι εγώ στην επιστροφή».
Ο Τσε προωθούσε εκείνες τις μέρες την εθελοντική εργασία και τους διαγωνισμούς, την αδερφική άμιλλα. Σ΄ένα χωράφι που έκοβαν ζαχαροκάλαμο, η Ροσάριο Κουέρτο, της ηγεσίας της Κομμουνιστικής Νεολαίας στο υπουργείο, δέχεται να διαγωνιστεί εναντίον του και σχηματίζουν δυο ομάδες εργασίας. Η Ροσάριο θυμάται: «Εκείνη τη μέρα έκοψα περισσότερο ζαχαροκάλαμο από κάθε άλλη φορά στη ζωή μου … γιατί εκείνο που δεν μπορούσαμε να δεχτούμε με κανέναν τρόπο ήταν το να μας νικήσει. Όλα τα μέλη της ομάδας μου ήταν σύμφωνα … και οι δυο ομάδες ήταν εξίσου καλές και προχωρούσαμε τσίμα τσίμα. Ανακαλύψαμε πως εκείνος έστελνε που και που κανέναν από τους συνοδούς του να μας κατασκοπεύσει κι αρχίσαμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Η αντιπαλότητα ήταν τόσο μεγάλη, που με πόνο μου οφείλω να σας ομολογήσω ότι, όταν με πληροφόρησαν ότι είχε πάθει κρίση άσθματος, χάρηκα, γιατί αυτό μπορούσε να μας επιτρέψει να αποκτήσουμε ένα πλεονέκτημα στην κοπή ζαχαροκαλάμου. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ανθρώπου που έθετε τους κανόνες, η ομάδα μου ήταν νικήτρια. Ο Τσε κατηγόρησε τους κριτές ότι είχαν επηρεαστεί από το γεγονός ότι ήμουνα γυναίκα και άφησε να εννοηθεί ότι με είχαν ευνοήσει γι΄αυτό το λόγο. Φυσικά, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν μπορούσε να περάσει έτσι και ξέσπασε φοβερός καυγάς. Εκείνος φαινόταν πολύ ενοχλημένος …. Λίγες μέρες μετά έγινε μια συνάντηση. Ήθελαν να κάνουν ένα διαγωνισμό και ήρθαν να με βρουν εκ μέρους του Τσε. Είχε προκύψει μια διαφωνία κι εκείνος μου είπε:
-Έστειλα να σε φωνάξουν, Ροσάριο, για να μας πεις πως πήγε ο μεταξύ μας αγώνας.
Αν και ένιωσα μεγάλη νευρικότητα, περιέγραψα πως είχαν γίνει όλα και παραδέχτηκα ότι, όταν έπαθε κρίση άσθματος, χάρηκα. Εκείνος πέθανε από τα γέλια όταν με άκουσε να το λέω αυτό».
Λοχαγός Γκάρι Πράδο, επικεφαλής των Ρέιντζερς στη Βολιβία: «Στο διοικητήριο πια, πήρα κάποια μέτρα προφύλαξης. Διέταξα να δέσουν τους αιχμαλώτους από τα πόδια και τα χέρια με τις ίδιες τους τις ζώνες, βάζοντάς τους πλάτη με πλάτη».
Λέει ακόμα ότι ο Τσε του είπε:
«Μην ανησυχείτε, λοχαγέ, όλα έχουν τελειώσει πια».
«Για εσάς ναι, αλλά υπάρχουν ακόμα εδώ τριγύρω μερικοί καλοί μαχητές και δεν θέλω να το διακινδυνεύσω».
«Είναι μάταιο, έχουμε αποτύχει …»
Αργότερα θα μπουν στο δωμάτιο που κρατείται ο Τσε κάμποσοι στρατιώτες. Μιλάνε επί παντός επιστητού, με διαλείμματα, ανόρεχτα: «Υπάρχει θρησκεία στην Κούβα;», «Είναι αλήθεια πως θέλουν να σας ανταλλάξουν με τρακτέρ;», «Εσείς σκοτώσατε τον φίλο μου;». Κάποιοι τον βρίζουν. Λένε πως ένας υπαξιωματικός, βλέποντας τον Τσε καθισμένο σε μια γωνιά και κλεισμένο στον εαυτό του, τον ρώτησε:
«Τι σκέφτεστε; Σχετικά με την αθανασία του γαϊδάρου;»
Ο Γκεβάρα που ανέκαθεν αγαπούσε τόσο τα γαϊδούρια, χαμογελά και του απαντάει:
«Όχι, υπολοχαγέ, σκέφτομαι την αθανασία της επανάστασης, που τόσο φοβούνται αυτοί που εσείς υπηρετείτε».
Η Χούλια Κόρτες, η δασκάλα του σχολείου στο οποίο κρατείται ο Τσε, λέει πως όταν πήγε να τον δει της είπε:
«Εσείς, λοιπόν, είστε η δασκάλα. Ξέρετε ότι δεν έχετε βάλει τόνο στο έψιλον της λέξης ‘ξέρω’ στη φράση ‘τώρα ξέρω να διαβάζω’;» και της δείχνει τον πίνακα. «Στην Κούβα βέβαια δεν υπάρχουν σχολεία σαν κι αυτό. Για μας αυτό θα ήταν φυλακή. Πως μπορούν να μορφώνονται εδώ τα παιδιά των χωρικών; Είναι πέρα για πέρα αντιπαιδαγωγικό».
«Η χώρα μας είναι φτωχή».
«Αλλά οι υπάλληλοι της κυβέρνησης και οι στρατηγοί έχουν αυτοκίνητα Μερσεντές κι ένα σωρό άλλα πράγματα … Έτσι δεν είναι; Ενάντια σ΄αυτό πολεμάμε εμείς».
«Ήρθατε από πολύ μακριά για να παλέψετε στη Βολιβία».
«Είμαι επαναστάτης κι έχω πάει σε πολλά μέρη».
«Ήρθατε για να σκοτώσετε τους στρατιώτες μας».
«Κοιτάξτε, στον πόλεμο ή κερδίζει κανείς ή χάνει».
Μετά τη 1.00 το απόγευμα, ο Τεράν, μπήκε στο δωματιάκι του σχολείου όπου βρισκόταν ο Τσε, κρατώντας ένα Μ2. Στο διπλανό δωμάτιο ο Ουάνκα γάζωνε με τι σφαίρες του τον Τσίνο και τον Σιμόν.
Ο Τσε ήταν καθισμένος σ΄έναν πάγκο, με τους καρπούς των χεριών του δεμένους και την πλάτη του ν΄ακουμπάει στον τοίχο. Ο Τεράν διστάζει, κάτι λέει, ο Τσε του απαντάει:
«Μη νιώθεις άσχημα. Ήρθες να με σκοτώσεις».
Ο Τεράν κάνει μια κίνηση να φύγει, αλλά τελικά ρίχνει την πρώτη ριπή σαν απάντηση σε μια φράση που μετά από τριάντα περίπου χρόνια λένε ότι είπε ο Τσε:
«Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις».
ΠΑΚΟ ΙΓΝΑΣΙΟ ΤΑΪΜΠΟ ΙΙ, "ΕΡΝΕΣΤΟ ΓΚΕΒΑΡΑ ΓΝΩΣΤΟΣ ΚΑΙ ΩΣ ΤΣΕ", εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
«Δίπλα στη πόρτα, ολομόναχη, ήταν μια μικρούλα φωτογραφία κομμένη από εφημερίδα. Την ημέρα που την έβαλε εκεί είπε ότι καμιά άλλη δεν θα μπει δίπλα της.
Μετά πήρε πέντε μπουκάλια μπύρα και κλείδωσε την πόρτα του. Η μάνα του ανήσυχη στάθηκε απ΄έξω κι όταν μετά από μια ώρα ο Φάνης άνοιξε την πόρτα και ούρλιαξε στο γέρο του να πάψει να γρατζουνάει το βιολί του –γιατί το΄χε το ψώνιο του κι ο γέρος- η μάνα του τον είδε να΄χει όψη τρελού. Της ζήτησε να του φέρει κι άλλες μπύρες. Σαν επέστρεψε την κάλεσε να μπει στο δωμάτιό του.
Την έβαλε μπροστά στη φωτογραφία.
-Ξέρεις ποιος είναι αυτός; Την ρώτησε.
Η κακομοίρα τα΄χε χαμένα, φοβόταν κιόλας να μιλήσει.
Τραγουδιστής τον ρώτησε δειλά, γιατί τον είδε με μακριά μαλλιά και γένια.
Τότε κι ο Φάνης την άρπαξε απ΄το σβέρκο και την κόλλησε πάνω στη φωτογραφία.
-Αυτός είναι, της είπε με κομμένη φωνή, αυτός είναι ο Τσε Γκουεβάρα … και κοίταξε να μάθεις τ΄όνομά του, γιατί θα σε ρωτάω συχνά, έτσι; Και πες το κι απ΄έξω στον αποτυχημένο βιολιτζή του κερατά.
-Θα με πνίξεις, βόγκηξε η μάνα του.
Και την παράτησε.
Σαν έφτασε στη μέση του δωματίου γύρισε και της εξήγησε.
-… Έκανε επανάσταση στην Κούβα και τώρα είναι στην Αφρική. Είσαι μέσα; Γυρίζει τον κόσμο και βάζει φωτιές … Δικός μας.
-Ναι, ναι, έκανε εκείνη φοβισμένη κι ακούμπησε στον τοίχο, δικός μας …
-Άντε, παράτα μας τώρα, της είπε κι έπεσε στο κρεβάτι, αγκαλιά με μια μπουκάλα.
Το βράδυ, αργά πολύ, καβάλησε τη μηχανή κι αμολύθηκε στο λόφο.
Έβρεχε και μούσκεψε ως το κόκαλο … Σακάτεψε και τη Machules. Αλλά το μάσησε το βουνό. Δεν καταλάβαινε κανέναν …
Χτες το βράδυ είχανε φάει τον Τσε!»
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, "Ο ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΟΣ", εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Υ.Γ.1: Η φωτογραφία της σύλληψης του Τσε, είναι ένας από τους συχνότερους εφιάλτες που έβλεπα πιτσιρικάς.
Υ.Γ.2: Πήγα κάποτε στη Σάντα Κλάρα, στον τάφο του Τσε και των υπολοίπων συντρόφων του που σκοτώθηκαν στη Βολιβία. Κάτι χάλκινες μορφές στον τοίχο και αναμμένα καντήλια. Στην άκρη ένας πυρσός. Αυτά μόνο. Απαγορεύονταν οι φωτογραφίες.
Υ.Γ.3: Ο Τσε κυκλοφορεί ακόμα εκεί έξω. Μέσα από τη θρυλική φωτογραφία που έκλεψαν από τον Κόρντα και, μόνο κωλόχαρτο δεν την έχουν κάνει ακόμα. Στους τοίχους της Τσιάπας και σε κάποιες γωνιές της Ευρώπης. Στον πρωινό όρκο των κουβανών μαθητών που κλείνει με το χέρι υψωμένο και την υπόσχεση "θέλω να γίνω σαν τον Τσε". Σαράντα χρόνια μετά.
Posted by...The Motorcycle boy at 11:29 π.μ.
Αξίζει για ένα όνειρο να ζεις, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει...
Έχεις δίκιο -αν και ο Τσε δεν νομίζω πως σκέφτηκε ποτέ οτι ονειρευόταν. Αν ζεις μέσα στο όνειρο -το όνειρο είναι η πραγματικότητά σου.
κι αν ο κόσμος χάλασε τόσο που να μας αφήσει να πεθάνουμε, θα πεθάνουμε...
αλλά θα πάμε όλοι μας από το μαχαίρι και κανένας απ' την ντροπή, (είπε ο Λουντέμης)...
Υπάρχει και το σχετικό του Μάρκος: "Εξεγερθήκαμε γιατί προτιμήσαμε να πεθάνουμε πολεμώντας παρά από δυσεντερία".
Πάλι καλά που υπάρχουν κι αυτά
Τελικά φίλε -αυτοί που δείχνουν μεγαλοψυχία, αυτοί που παραμένουν ακόμα άνθρωποι, δεν μπορεί παρά να είναι οι νικητές.
Άλλωστε σε τέτοιου είδους αγώνες -μόνο να νικήσεις μπορείς, ακόμα και όταν σε έχουν σκοτώσει.
Έτσι ακριβώς είναι.
Την περασμένη βδομάδα που το διάβασα, ένοιωσα πως από κείνα τα μέρη η ανθρωπιά μοιάζει πλατύτερη. Ένας τόπος που οι άνθρωποι ακόμα είναι Άνθρωποι.
Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πως θα γενούναι τα σκοτάδια λάμψη;...
Φίλε μου Σκιές -οι άνθρωποι είναι ακόμα Άνθρωποι εκεί που τους αφήνουν. Θέλεις από κενά του συστήματος ή αδιαφορία, θέλεις από άποψη γιατί έτσι κάποιοι πιστεύουν πως έτσι ο κόσμος είναι καλύτερος ... το σημαντικό είναι οτι τους αφήνουν πάντως.
Angelito, καλή ερώτηση. Ακόμα καλύτερα θα ήταν να υπήρχε και μια απάντηση διαφορετική από το "κάψου πρώτα εσύ και βλέπουμε".