παράσταση κουκλοθεάτρου
Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2006
Η Ομάδα Στεκιού σας καλεί
στο Στέκι Μεταναστών, Τσαμαδού 13
την Κυριακή 3/12/2006
στις 4.00 το μεσημέρι
στην παράσταση κουκλοθεάτρου
της Αντιγόνης Παρούση
με το έργο "το κουτί της Πανδώρας"
για μεταναστάκια και ελληνάκια,
για μικρά και "μεγάλα" παιδάκια.
Μετά την παράσταση,
συντροφιά θα μας κρατήσει
ένας κολπατζής κλόουν...
η είσοδος είναι ελεύθερη
Ολο και κάποιο παιδάκι θα γνωρίζετε... Ενημερώστε το...
μετά τιμής
η ομάδα στεκιού
Posted by...Ανώνυμος at 7:49 μ.μ. 5 comments
Όταν η CIA "αγάπησε" τη Λατινική Αμερική: Part I (οf VI)
Δεν είμαστε λυκόπουλα, αρέσκετο να επαναλαμβάνει ο Richard Helms κατά την περίοδο που τελούσε διευθυντής της CIA ανάμεσα στο 1966 και το 1973. Και είχε δίκιο. Τα λυκόπουλα δεν δωροδοκούν πολιτικά στελέχη ξένων χωρών, δεν εισβάλλουν σε ξένες χώρες επικουρούμενοι από παραστρατιωτικές ομάδες, δεν διαδίδουν ψεύδη μέσω μηχανισμών προπαγάνδας, δεν διεξάγουν αποτρόπαια ιατρικά πειράματα, δεν αποθηκεύουν χημικές και βιολογικές ουσίες σε μυστικά σημεία, δεν πουλάνε όπλα σε ανθρώπους που φιλοδοξουν να δουν εαυτούς ηγέτες μιας κρατικής οντότητας και φυσικά δεν συνωμοτούν με στόχο τη δολοφονία ανθρώπων που είναι δυσάρεστοι στην ηγεσία της Washington όπως ο Castro ή ο Lumumba. Aντίθετα με τα λυκόπουλα, η CIA προέβη σε πολλές τέτοιες ενέργειες - κι ακόμα περισσότερες.
Ό,τι θα ακολουθήσει στα επόμενα μέρη είναι μια μικρή αφήγηση τέτοιων γεγονότων. Χωρίς ακρότητες θέλω να πιστεύω και χωρίς αγοραίους υστερισμούς.
Η διάρθρωση αυτής της αφήγησης έχεις ως εξής:
Part II: Helms ο απομονωμένος
Part V: Ωραία μου Χιλή
Part VΙ: Τα κατά Helms επιλογικά
Posted by...οι σκιές μιλάν at 1:06 μ.μ. 9 comments
«Πίσω Θρανία» πρωτοβουλία για εκπαίδευση χωρίς διακρίσεις
Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006
Η καθημερινή μας δράση είναι κυρίως η δουλειά μας στα σχολεία, όπου ερχόμαστε σε επαφή με τα παιδιά των μεταναστών, που είναι μαθητές μας, και βέβαια με τους γονείς τους. Σ’ αυτή την καθημερινότητα βιώνουμε σταθερά μια συνεχή αδιαφορία και έναν συνεχή πόλεμο από το εκπαιδευτικό σύστημα για καθετί «άλλο», διαφορετικό, αλλιώτικο, είτε αυτό είναι η γλώσσα, είτε η θρησκεία, το χρώμα ή το παράξενο όνομα. Παλεύουμε να φέρουμε τους γονείς των παιδιών στο σχολείο να συζητήσουμε και δίνουμε αγώνα για να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα σεβασμού και ισοτιμίας μεταξύ μας.
Θεωρούμε απαράδεκτη την αδιαφορία των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών. Αυτό που βλέπουμε είναι η συστηματική προσπάθεια αφομοίωσης των «άλλων» στα ελληνικά «ιδεώδη», η εξάλειψη κάθε προσωπικής ταυτότητας, η εξαφάνιση της κουλτούρας τους. Είναι η προσπάθεια δημιουργίας ανθρώπων που μέσα από τον φόβο, την απόρριψη, την απομόνωση θα γίνουν άβουλα όργανα του κοινωνικού συστήματος
Τα νομοθετικά μέτρα που κατά καιρούς λαμβάνονται για τη διευκόλυνση της φοίτησης όλων των παιδιών των μεταναστών στα ελληνικά σχολεία, υπακούοντας στις Διεθνείς Συνθήκες για την ισότιμη πρόσβαση όλων στην εκπαίδευση, διευθετούν το γράμμα του νόμου –που μοιάζει να προωθεί την ισοτιμία και τον εκδημοκρατισμό– όχι όμως την ουσιαστική προσβασιμότητα.
Αγωνιζόμαστε για την εγγραφή αλλοδαπών μαθητών στα σχολεία, ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι κάρτα παραμονής.
Ζητάμε να ανοίξουν ξανά οι τάξεις υποδοχής για να έχουν στήριξη οι μετανάστες μαθητές μας.
Δεν ξεχνάμε, και παλεύουμε γι’ αυτό, ότι η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας είναι απαραίτητη για τους μαθητές μας.
Ως εκπαιδευτικοί είμαστε αντίθετοι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που περιθωριοποιούν όχι μόνο τα παιδιά της εργατικής τάξης και των μεταναστών αλλά και οποιονδήποτε δεν εντάσσεται «ομαλά» στις υπάρχουσες δομές του συστήματος. Κι αυτό το σύστημα έχει μια πλούσια, κάθετη και οριζόντια οργάνωση, που σε κυκλώνει και σε πολιορκεί: ασφυκτικοί έλεγχοι, προγράμματα σπουδών, βαθμολογίες, εξετάσεις, διευθυντές, προϊστάμενοι, εκκλησία, νομικά πλαίσια που νομιμοποιούν τις αυθαιρεσίες τους. Όλα συνθέτουν τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του σχολείου, που υπηρετεί τους στόχους της πολιτικής εξουσίας.
Η κοινή μας αντίληψη για όλα αυτά μας έκαναν να συναντηθούμε στα Πίσω Θρανία.
Εκπαιδευτικοί που αισθανόμαστε ότι είμαστε των «πίσω θρανίων» της τάξης, της γαλαρίας του πούλμαν, ταραξίες της γωνίας, συναντηθήκαμε γιατί πιστεύουμε σε μια εκπαίδευση χωρίς διακρίσεις. Γιατί στην εκπαίδευση χωράνε όλοι, από όποιο σημείο της γης κι αν έρχονται. Γιατί είναι το εκπαιδευτικό σύστημα και οι κοινωνικές δομές που διαχωρίζουν. Οι γλώσσες, οι διαφορετικοί πολιτισμοί, η «διαφορά», είναι τόποι συνάντησης της γνώσης και των ανθρώπων και όχι παράγοντες διαχωρισμού τους. Πιστεύουμε στη διαφορά, δεν αδιαφορούμε στη διαφορά παλεύοντας ταυτόχρονα ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες. Η πραγματική ισοτιμία μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από την αποδοχή και τον απόλυτο σεβασμό της διαφοράς, μέσα από τον αγώνα για ουσιαστική δημοκρατία σε κάθε χώρο, μέσα από την πίστη στη θέση ότι δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί και την υπεράσπιση της θέσης αυτής στην πράξη. Μπορεί να εξασφαλιστεί με τη διαμόρφωση πολιτών που θα πιστεύουν στην ομορφιά και την αξία της διαφοράς και θα είναι περήφανοι για το κομμάτι πολιτισμού που κουβαλούν, για τον αγώνα τους για τη ζωή, για τ’ όνομά τους.
Η ομάδα μας αποτελείται από 20 εθελοντές εκπαιδευτικούς, οι οποίοι έχουν την ευθύνη της οργάνωσης των μαθημάτων, τη διερεύνηση θεμάτων που σχετίζονται με την εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών και τη σύνδεση των μαθητών-μεταναστών με τις δράσεις του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μετανστών.
Στόχος των Πίσω Θρανίων δεν είναι απλά να κατακτήσουν οι μετανάστες που φτάνουν στο στέκι για μαθήματα την ελληνική γλώσσα, αλλά να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητο τόσο για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας όσο και για την ένταξη των μεταναστών.
Τα μαθήματα της ελληνικής γλώσσας είναι δωρεάν και γίνονται από εθελοντές δασκάλους. Γίνονται για κάθε ομάδα μια φορά τη βδομάδα, την ίδια πάντα ημέρα και ώρα.
Το υλικό για τα μαθήματα (φωτοτυπίες) μοιράζεται από τους δασκάλους.
Σε κάθε ομάδα είναι είκοσι (20) μαθητές.
Τα μαθήματα αρχίζουν τον Οκτώβριο, τελειώνουν τον Ιούνιο και αρχίζουν πάλι τον επόμενο Οκτώβριο.
Εκτός από τα μαθήματα, στα χρόνια της λειτουργίας της η ομάδα Πίσω Θρανία με τους μαθητές της είχε συμμετοχή στα αντιρατσιστικά φεστιβάλ, συμμετείχε σε ημερίδες, συναντήσεις και εκδηλώσεις εκπαιδευτικών και άλλων φορέων σχετικά με τη μεταναστευτική πολιτική, αλλά και στις πορείες και στα συλλαλητήρια που έγιναν τα τελευταία χρόνια για τα νομοσχέδια σχετικά με τους μετανάστες.
Παλεύουμε για μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις, με πολίτες που θα απολαμβάνουν τα ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα όποια γλώσσα κι αν μιλούν, όποιο χρώμα και αν έχουν. Θέλουμε έναν κόσμο ανοιχτό, που να εμπνέει σεβασμό και ισοτιμία. Θέλουμε έναν κόσμο που να μη βλέπει τον «άλλο» σαν «ξένο».
Κι αυτός ο κόσμος πιστεύουμε ότι είναι εφικτός.
Γι’ αυτόν παλεύουμε!
«Aυτό που θέλουμε δεν γνωρίζει σύνορα»
H Σπρέσα Tρεμπίτσκα από την Aλβανία γράφει έναν μικρό απολογισμό για τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας που παρακολούθησε στα Πίσω Θρανία.
Ένα βήμα πριν το τέλος ή κάθε βήμα και προς το τέλος. Ωραία να γνωρίζεις ανθρώπους με τους οποίους μας δένει η ίδια ιστορία.
Φεύγουμε με όνειρα, τίποτα άλλο δεν μετρά. Aυτό που θέλουμε δεν γνωρίζει σύνορα και όταν φτάνουμε εκεί που νομίζουμε ότι τα όνειρα θα γίνουν πραγματικότητα η αλήθεια μάς πονάει. Kάπου μας πληγώνουν. Kάπου βρίσκουμε υποστήριξη και εκεί μαζευτήκαμε όλοι. Kάποιος ήξερε μόνο δύο λέξεις στα ελληνικά, κάποιος άλλος καθόλου και όμως βρήκαμε τον τρόπο να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον. H γλώσσα της ανάγκης μιλάει ίδια για όλους. Yπάρχουν παντού καλοί άνθρωποι. Άνθρωποι με μεγάλη καρδιά που δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν τους ανθρώπους.
Aυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, μια ελπίδα για μας για να κάνουμε το πρώτο μας όνειρο πραγματικότητα. Έτσι γνωριστήκαμε μεταξύ μας. Mάθαμε για τις άλλες χώρες, για τις κουλτούρες τους και, το πιο σημαντικό, μάθαμε να μην είμαστε ρατσιστές. Ένιωθα σαν να ήμουν πάλι στα παιδικά μου χρόνια. Περιττά τα λόγια.
Ένα βήμα πριν το τέλος και ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ για τις δασκάλες μας, για την προσπάθειά τους, για τον χρόνο τους και για όλα αυτά που μας μάθανε. H ζωή φεύγει παιδιά. Eίναι ωραία, είναι μικρή. Tρέξτε να προλάβετε. Όλοι μαζί κάναμε μια μικρή στάση σε αυτό το σχολείο.
Mάθαμε ό,τι μπορούσαμε. Kι αν δεν είναι αρκετό είναι πολύ. Tίποτε δεν τελειώνει εδώ, κάτι άλλο θα αρχίσει. Aυτά που πάντα θα θέλω να θυμάμαι από αυτό τον χρόνο είναι ότι ένιωσα ότι κάπου μας σέβονται. Kάπου καταλαβαίνουν τον πόνο μας. Δεν ντράπηκα ποτέ για αυτό που ήμουν. Ένιωθα περήφανη για την πατρίδα μου και για τα πάντα μου.
Eύχομαι για κάθε έναν από σας να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Nα μην ντρέπεται να πει το αληθινό του όνομα.
Tο αστεράκι μου έπεσε και εγώ ευχήθηκα για όλους. Kάντε και εσείς ή όλος ο κόσμος μαζί από μια μικρή ευχή. Δείτε τον άλλο με πιο πολύ αγάπη. Θα νιώθουμε όλοι καλύτερα.
Kαλή τύχη.
Τα μαθήματα των Πίσω Θρανίων γίνονται κάθε απόγευμα,
στο Στέκι Μεταναστών, Τσαμαδού 13, τηλ. 210-38.13.928
Posted by...Ανώνυμος at 10:15 π.μ. 11 comments
ανοιχτή επιστολή στην κόρη μου που συμμετέχει στις καταλήψεις
Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006
Σου γράφω και αισθάνομαι αξιοθρήνητος καθώς πατώ τα πλήκτρα του υπολογιστή. Σα να ήταν ένα πιάνο χωρίς χορδές που πια δεν έχουν αντήχηση ούτε το απαραίτητο ειδικό βάρος για να βάλουν τάξη σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί είναι στις σχολικές αίθουσες που θα έπρεπε να βρίσκεσαι, παίζοντας με τις φίλες σου, φλερτάροντας γλυκά με τους φίλους σου, ανακαλύπτοντας τα πρώτα πέταλα του έρωτα…
Αλλά καταλαβαίνω, δεν ξέρεις πόσο καταλαβαίνω αυτό που κάνεις μαζί με δεκάδες χιλιάδες υπέροχους αυτοοργανωμένους πιγκουίνους*. Με το πρόσωπο ακάλυπτο, αντιμετωπίζετε έναν πολύ καλά σχεδιασμένο μηχανισμό, που τον λαδώνουν εκείνοι που από τη σκιά ασκούν την εξουσία, εκείνοι που προωθούν την αποδιοργάνωση και την έλλειψη αλληλεγγύης ως στρατηγικές της αναπαραγωγής της κυριαρχίας.
Και είναι οι ίδιοι που συντονισμένα επιζητούν να παραμείνει η πλειοψηφία από εσάς, που είσαστε το μέλλον των ζωών μας, το βέλος που θα χαράξει νέα πορεία για την ανθρωπότητα, να παραμείνετε αδαείς, κολλημένοι σε μια ταυτότητα καταναλωτών, απομονωμένοι, ένα μπουλούκι, στερημένοι από το πραγματικό δυναμικό που φιλοξενείτε στις ψυχές και στα σώματά σας, για να γίνετε διακεκριμένοι επαγγελματίες, καλλιτέχνες, κατασκευαστές, εξειδικευμένοι εργάτες…
Όχι, κόρη μου, μη σε κοροϊδεύουν, δεν ήταν γι’ αυτή την τάξη των πραγμάτων που σκοτώσαμε δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο τα παιδικά μας χρόνια στη δικτατορία και που φτιάξαμε ένα μέτωπο, όταν, όπως κι εσύ τώρα, ήμασταν δεκατεσσάρων, σπάζοντας τον φόβο, δημιουργώντας συνείδηση, κάνοντάς την οργάνωση, επανακτώντας την εμπιστοσύνη στη συλλογικότητα, για να απαιτήσουμε ψωμί, εργασία, δικαιοσύνη και ελευθερία.
Ο παππούς σου δεν υπέφερε με σφιγμένα τα δόντια τα ηλεκτροσόκ για να υπάρχουν μαθητές πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης κατηγορίας σε καιρούς δημοκρατίας. Ο προπάππος σου, που έμαθε αυτοδίδακτος ανάγνωση και γραφή και οργανώθηκε στο συνδικάτο της FECH στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν το έκανε για να παραμείνει και τον επόμενο αιώνα η διάκριση της τάξης, του ονόματος, της φυλετικής και εθνοτικής καταγωγής, ο βασικός διαχωριστικός πυλώνας στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας στη χώρα.
Ούτε ο προ-προπάππος σου, ο Μανουέλ Χεσούς, κομμάτιασε τα γόνατά του σαν στρατευμένος τσαγκάρης στο τέλος του 19ου αιώνα για να υπάρχουν στον 21ο αιώνα παιδιά που πρέπει να δουλεύουν για να σπουδάσουν και να συντηρούν τις οικογένειές τους…
Πολλά προχώρησαν μπροστά, αλλά είναι πολλά περισσότερα αυτά που μένουν για να γίνουν. Και μην σου λένε παραμύθια για να κάνεις πίσω στον αγώνα σου. Εσείς παλεύετε για το δίκαιο, για το σωστό, γι’ αυτό που ως λαός, γενιά τη γενιά, αγωνιστήκαμε για την πατρίδα μας και την ανθρωπότητα.
Ούτε εγώ ούτε ο παππούς σου, ο προπάππος σου και ο προ-προπάππος σου είχαμε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη διάθεσή μας. Η δεξιά, με πλάγιο ή ευθύ τρόπο, πάντοτε βρίσκει τον τρόπο να διοχετεύει παραπλανητικά μηνύματα για να διαιρέσει και να τσακίσει τα κοινωνικά κινήματα. Το κέντρο, από τη μεριά του, πάντα θα σε καταδιώκει, για να μη ζημιωθούν τα θολά και επωφελή συμφέροντά του. Η αριστερά, τέλος, παραδοσιακά, καταλαμβάνει τους χώρους που ανοίγουν οι μάζες που αυτοοργανώνονται, για να πιέσει τις κυβερνήσεις να ακολουθήσουν το εκλογικό της πρόγραμμα, αλλά χωρίς να υποτάσσεται στην αρχηγία, την καθοδήγηση και τους ρυθμούς των συνειδητοποιημένων μαζών. Θα το γνωρίσεις κόρη μου, μακάρι αυτή τη φορά να ‘ναι διαφορετικά….
Έτσι συνέβη με το κίνημα για την ισότητα τον 19ο αιώνα,. με τους εργάτες και τους φοιτητές στις αρχές του 20ού αιώνα,. με τους αγρότες το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, με τους πομπλαδόρες** στη δικτατορία…
Είμαστε υπερήφανοι για σένα κόρη μου, για τον Μαρία Χεσούς και για όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσές σου στα εκατοντάδες κατειλημμένα λύκεια και κολέγια σε όλη τη Χιλή. Συνεχίστε να ακολουθείτε την υπεύθυνη διαίσθησή σας, βαδίστε με την εγγύηση που σας παρέχουν οι ίδιες σας οι δυνάμεις. Κάντε δική σας τη μνήμη, τη γνώση, τη φαντασία και τη συλλογική θέληση που με πολλαπλούς τρόπους άνοιξαν δρόμους για μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη, δημοκρατία και αλληλεγγύη στη Χιλή. Δεν χρειάζεται να είστε διαρκώς σε κινητοποίηση, μπορείτε να ξεκουραστείτε, να γιορτάσετε, να στοχαστείτε, να αποτιμήσετε, να μάθετε, και κατόπιν να επιστρέψετε στη δράση. Θυμήσου ότι ούτε η Ρώμη ούτε τίποτα στέρεο δεν χτίστηκε σε μια μέρα. Και δεν χρειαζόμαστε άλλους μάρτυρες, σας θέλουμε ζωντανούς και υγιείς.
Εσείς τα καταφέρατε καλύτερα από όλους εμάς. Εσείς μας καθοδηγείτε εμάς τους ενήλικες, μας χαρίσατε πάλι την ελπίδα και την εμπιστοσύνη ότι ακόμα και οι πιο ιδεαλιστικοί στόχοι μπορεί να κατακτηθούν με τα πιο συγκεκριμένα και ρεαλιστικά μέσα, αν υπάρχει θέληση, ανεκτικότητα και οργάνωση. Μας δώσατε ξανά την ατομική και συλλογική πίστη, που αναγνωρίζει την υποχρέωση του αγώνα για δικαιοσύνη στον κόσμο. Βλέπουμε πώς εσείς, που τώρα γίνεστε άντρες και γυναίκες, αφιερώνετε τις ζωές σας στην υπηρεσία των άλλων, πάνω απ’ όλα σ’ εκείνους που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, τους φτωχούς και τους αποκλεισμένους, και πόσο αυτό ανησυχεί τους βολεμένους προνομιούχους. Τι ωραία αρχή!
«Ο χαλκός στα ύψη και η παιδεία στο χώμα», «Τώρα ήρθε η ώρα…» Ω, κόρη μου, ευχαριστώ για όλα αυτά. Με την ψυχή σε μια κλωστή και με ταπεινό θαυμασμό για όλα όσα καταφέρατε με τους αγώνες σας, είμαι βέβαιος ότι είμαστε πολλοί και πολλές από όλες τις ηλικίες που σήμερα ανανεώνουμε μπροστά σας τη δέσμευσή μας να κάνουμε όλα τα αναγκαία για να φτάσουμε σε μια κοινωνία με άρτια εκπαίδευση για όλους, που θα εξασφαλίζει την όσο δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ανάπτυξη των πλευρών του κάθε ατόμου, μαζί με την ανάπτυξη μιας αίσθησης των αξιών και της δέσμευσης να υπηρετείς τους άλλους.
Δεν θα ξεκουραστώ κόρη μου, ώσπου αυτή η κοινωνία να δώσει προτεραιότητα στις ανάγκες των φτωχών, ώσπου να γεννάει κάθε φορά και πιο πολλά άτομα πρόθυμα να θυσιάσουν το ατομικό τους συμφέρον για την απονομή δικαιοσύνης. Στο υπόσχομαι.
Ο πατέρας σου, Μανουέλ Γκερέρο Αντεκέρα
Σαντιάγο της Χιλής, 5 Ιουνίου του 2006
Ο συγγραφέας είναι κοινωνιολόγος και ακαδημαϊκός
Πηγή: Grito Suburbano
"αλάνα", τ. 3, μτφρ.: Μιχάλης Ανιτσάκης
Posted by...Ανώνυμος at 9:40 π.μ. 3 comments
Κυκλοφόρησε η «αλάνα»
Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006
Κυκλοφόρησε το τρίτο τεύχος του περιοδικού «αλάνα» με εκτεταμένο αφιέρωμα στους αγώνες για την παιδεία στις αμερικές.
Και φυσικά ενημέρωση για τις πολιτικές και εκλογικές εξελίξεις στην ήπειρο, όψεις των κοινωνιών της από την καλή και την ανάποδη, καθώς και κείμενα για τη γιορτή των νεκρών στο Μεξικό, το χιλιάνικο μουσικό «Νέο Κύμα» και την επέτειο εγκαθίδρυσης της χούντας στη Χιλή. Αναζητείστε την στα κεντρικά βιβλιοπωλεία, στο «σπόρο», Σ. Τρικούπη 21 και στο Στέκι Μετανστών, Τσαμαδού 13.
Posted by...Ανώνυμος at 5:09 μ.μ. 0 comments
"Πολύ γρήγορος για να ζήσει -πολύ νέος για να πεθάνει"
Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006
Ήταν κάποτε ένα ανήσυχο παιδί που μεγάλωνε στις συνοικίες της Αβάνας. Με το σχολείο δεν τα πήγαινε καλά – όμως, κάθε Σάββατο του Φεβρουαρίου (όταν γινόταν το καρναβάλι) τρύπωνε στην πομπή των Μαρκησίων, γιατί πολύ του άρεσαν τα όμορφα ρούχα και η ειρωνεία τους. Και ο χορός –του παιδιού του άρεσε ο χορός, το ποτό και το καλό φαγητό. Αλλά, πάνω απ’ όλα, οι γυναίκες.
Το παιδί έφυγε μετανάστης στην Αμερική για να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Εκεί, βαρέθηκε να δουλεύει σερβιτόρος και γκρουμ στα ξενοδοχεία, μέχρι που άρχισε τις μαλακίες και τους ανάγκασε να τον απελάσουν. Βλέπεις, το παιδί δεν τα πήγαινε καλά με τα οικονομικά και δεν είχε ούτε λεφτά να γυρίσει πίσω.
Πίσω στην Αβάνα γινόταν της κακομοίρας. Ο κόσμος διαδήλωνε κατά του Μπατίστα και οι μπάτσοι είχαν συλλάβει τον μεγάλο αδελφό του παιδιού, γιατί ήταν κομμουνιστής. Το παιδί, χωρίς να το καταλάβει, μπλέχτηκε σε μια διαδήλωση φοιτητών. Τον μάγκωσαν οι μυστικοί και τον σακάτεψαν με τα ρόπαλα. Έφαγε και μια σφαίρα στο πόδι από τους φανερούς.
Όταν τον μετέφεραν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ο κόσμος τον αποθέωνε, λες και ήταν ήρωας. Τότε το παιδί κατάλαβε πως έπρεπε κάτι να κάνει. Δεν γούσταρε να τον βαράνε ούτε γι’ αστείο.
Την ξανάκανε για τις ΗΠΑ, αλλά, τώρα ήταν περαστικός μόνο. Πήγαινε στο Μεξικό να βρει εκείνο τον δικηγόρο, τον Φιδέλ που κάτι ετοίμαζε. Και σε λίγο καιρό ξαναμπήκε στην Κούβα (του άρεσαν, βλέπεις, οι μετακινήσεις του παιδιού) στοιβαγμένος μαζί με τους άλλους 82 του Granma. Που έμειναν 12 όταν έπεσαν στην παγίδα του στρατού. Τότε ήταν που τον έμαθε ο Τσε. Βασικά δηλαδή τη φωνή του άκουσε, ενώ οι στρατιώτες τους λιάνιζαν μέσα στη νύχτα και κάποιοι έλεγαν να παραδοθούν, να γλιτώσουν. Το παιδί σηκώθηκε όρθιο και φώναξε αυτό που έμεινε στην Ιστορία σαν «Εδώ δεν παραδίνεται κανείς, διάβολε». Ο Τσε έγραφε βέβαια πως δεν το είπε έτσι ακριβώς, χρησιμοποίησε λέξεις που αρχίζουν από γαμ.. (γάμος;) και από αρχ.. (αρχαιρεσίες;) –αλλά πάντως το νόημα αυτό ήταν. Γιατί το παιδί έβριζε κιόλας, στα γεμάτα.
Όταν οργανώθηκαν οι «μουσάτοι» του Φιδέλ, το παιδί έγινε αρχηγός της εμπροσθοφυλακής, γιατί ήταν γρήγορος και ασυγκράτητος. Τότε έγινε κολλητός με τον Τσε, ο οποίος τον είχε από κοντά γιατί ήταν απείθαρχο και ιδιότροπο το παιδί. Και του άρεσε πολύ ο χαβαλές, αυτό που οι Κουβανοί λένε «ξέδομα». Την εποχή της μεγάλης πείνας στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα, το παιδί κόντεψε να τον τρελάνει τον Τσε περιγράφοντάς του πώς έφτιαχνε το αρνάκι στο φούρνο η μάνα του. Άλλη φορά, ο Τσε χρειάστηκε να τον τραβήξει με το ζόρι έξω από ένα σπίτι χωρικών –γιατί το παιδί είχε πλακωθεί στο φαγητό και το κρασί την ώρα που οι στρατιώτες του Μπατίστα κύκλωναν το σπίτι. Είπαμε, του άρεσε η καλοπέραση του παιδιού –αλλά όταν ξέμεινε από γάλα ο Τσε, (γιατί τα κουτιά του είχαν γίνει σαν ελβετικό τυρί από τις σφαίρες) το παιδί έδωσε το δικό του κι έμεινε νηστικό.
Όταν μεγάλωσε ο στρατός των «μουσάτων», το παιδί έγινε κομαντάντε. Πήρε λοιπόν τους δικούς του και άρχισε να κάνει κόντρες με τον Τσε για το ποιος θα καταλάβει περισσότερα στρατόπεδα. Παιδικά πράγματα δηλαδή. Σε μια μάχη τραυματίζεται στο πόδι, αλλά γυρίζει πίσω για να σώσει το όπλο του και αρπάζει ακόμα μια σφαίρα που μπαίνει από το υπογάστριο και βγαίνει από το πλευρό του.
Κλέβει ιδέες από ταινίες γουέστερν για να καταλάβει τα οχυρά, μέχρι ένα τρακτέρ μετέτρεψε σε άρμα μάχης (το κάλυψε με φύλλα ατσάλι, του κόλλησε ένα φλογοβόλο το βάφτισε και Δράκο) και το πέταξε στο στρατόπεδο του Γιαγκουαχέι. Και εφαρμόζει, μαζί με τον Τσε, τον νόμο των Μάου Μάου στις μάχες. Πάει να πει –όταν όλοι είναι στο έδαφος και οι σφαίρες περνάνε πάνω από τα κεφάλια τους, σηκώνονται όρθιοι και φωνάζουν στον αντίπαλό τους απέναντι: «Ε, Τάδε, κοίτα με! Ο Νόμος των Μάου Μάου!» και αδειάζουν όρθιοι το όπλο τους επάνω του. Μετά, ζητάνε από τον αντίπαλο να τους μιμηθεί. Τα βλέπει αυτά ο Φιδέλ και τους σκυλοβρίζει γιατί δεν θέλει να χάσει τους κομαντάντε του από παιδιάστικες βλακείες.
Οι πλάκες του παιδιού συνεχίζονται, μια φορά μαγειρεύει δυο γάτες και καλεί τον Τσε σε γεύμα, βάζοντας στοίχημα πως όταν ο Αργεντίνος μάθαινε το μενού, δεν θα έτρωγε μπουκιά. «Η υπόθεση μου βρωμάει καπετάνιο», λέει ο Τσε που έχει ψυλλιαστεί το σκηνικό. «Περάστε κομαντάντε», υποκλίνεται το παιδί με επισημότητα μπροστά στο στρωμένο τραπέζι. Την επόμενη μέρα, ρίχνει το άλογό του στην αιώρα του κοιμισμένου Τσε και τον πετάει στο έδαφος. Οι αντάρτες τρομάζουν –ξέρουν πως οι εκρήξεις οργής του Αργεντίνου είναι μυθικές. Ο Τσε σηκώνεται, τον κοιτάζει και του λέει «θυμήσου ότι είναι παρόντες οι άντρες μου» -μετά τον αγκαλιάζει και φεύγουν παρέα.
Παράξενα γράμματα ανταλλάσουν οι δυο τους, όταν χωρίζουν οι ομάδες τους στα βουνά. Φλογερά, παιδιάστικα:
«Τσε, είθε οι άγνωστοι θεοί να σ΄ έχουν γερό. Πήρα το μήνυμά σου και μπερδεύτηκα –ή πολύ ευχαριστημένος είσαι ή πολύ απαισιόδοξος. Εγώ, εδώ δεν έχω παραλάβει ούτε άντρες, ούτε σφαίρες, ούτε Μ1, ούτε βόμβες, με λίγα λόγια τίποτα… Καθώς σκέφτομαι ότι θα έρθεις σύντομα, δε σου γράφω πολλά. Θα κάνουμε από κοντά μια μεγάλη και αναλυτική κουβέντα … Να γράφεις πιο καθαρά. Ακόμα δεν έχω καταλάβει μερικά σημεία του μηνύματός σου. Δεν γνώριζα ότι ήξερες τόσο καλά κινέζικα … Σε περιμένουμε με ανοιχτέ αγκάλες. Κ1000».
Κι ο Τσε του απαντάει: «Φτωχοδιάβολε, πήρα το μήνυμά σου πάνω που ετοιμαζόμουν να’ ρθω στην περιοχή σου και να βάλω τα δυο πόδια του (δεν διαβάζεται) σ’ ένα παπούτσι. Έχω την άδεια του γίγαντα να το κάνω … Σ’ αυτή την περιοχή μπορείς να δράσεις όπως σου κάνει κέφι, αλλά μη ριψοκινδυνεύσεις πολύ, για να μπορέσεις να δεις το τέλος του γλεντιού, που φαίνεται να πλησιάζει πια. Σου στέλνω ακόμα αυτό το μικρό αναμνηστικό από μια νύχτα στην Οτίλια: ‘’Εμαθα από βιβλία παλιά/ που γεμάτα γνώση για το μέλλον είναι/ ότι κανείς δεν φτάνει ποτέ μακριά/ αν ξοπίσω του πηγαίνω εγώ, κρετίνε’».
Όταν έρχεται κάποιος αμερικάνος δημοσιογράφος για να του πάρει συνέντευξη, πάνω στα βουνά –απαντάει στις φήμες που θέλουν ρωσικά υποβρύχια να υποστηρίζουν τον αγώνα τους: «ναι, έχουν έρθει δυο ή τρία, είναι από αυτά που βγάζουν κάτι μεταλλικά ποδαράκια, βγαίνουν από τη θάλασσα και μπορούν να ανέβουν μέχρι την οροσειρά». Κι ο δημοσιογράφος μένει εντελώς μαλάκας, γιατί αυτά του τα λέει με πολύ σοβαρό και αυστηρό ύφος ο κομαντάντε –αναρωτιέται αν θα πρέπει να τον πιστέψει ή όχι.
Μέχρι που οι «μουσάτοι» νίκησαν και μπήκε στην Αβάνα, το παιδί, στο ίδιο τζιπ με τον Φιδέλ. Τώρα όλοι του ζητούσαν να τους πει ιστορίες από την ένδοξη εποχή. Κι αυτός τους έλεγε για εκείνη τη φορά που είχε κλέψει η ομάδα του Τσε κάτι κράνη από τους στρατιώτες κι αυτός με την δίκη του ομάδα -όταν τους είδαν, άρχισαν να τους πυροβολούν ανελέητα και τους καθήλωσαν πίσω από κάτι δέντρα. Μέχρι που ο Τσε έδεσε ένα λευκό μαντήλι σε ένα κλαδί και άρχισε να το κουνάει για να παραδοθεί. «Είμαι ο μόνος που έπιασε αιχμάλωτο τον Τσε» έλεγε και αυτό ήταν το μεγαλύτερο κατόρθωμά του στην επανάσταση. Και όταν μπήκε ο Τσε στην Αβάνα και ο κόσμος τον αποθέωνε, εκείνος τον έπιασε παράμερα και του είπε: «Τσε, βρήκα τι θα κάνω. Θα σε βάλω σε ένα κλουβί να σε γυρνάω στην Κούβα να χεστούμε στα χρήματα».
Όταν ο Φιδέλ συνέλαβε τον κομαντάντε Ούμπερ Μάτος (ο οποίος ήταν αντι-κομμουνιστής και είχε στραβώσει με την προσέγγιση των αδελφών Κάστρο στη Σοβιετική Ένωση), το παιδί πήρε διαταγή να πάει στο Καμαγκουέι, να κάνει έρευνα για τον Μάτος. Έφυγε με ένα Τσέσνα και χάθηκε πάνω από τον ωκεανό. Μάταια στην Αβάνα ο κόσμος περίμενε στα ραδιόφωνα να μάθει νέα –το Τσέσνα δεν εμφανίστηκε πουθενά.
Ήταν 28 Οκτωβρίου του 1959 και ο Καμίλο Σιενφουέγος μόλις είχε κλείσει τα 27. Στην Αβάνα, η Μαλεκόν γεμίζει κάθε χρόνο, εκείνη τη μέρα, από κοπέλες που ρίχνουν λουλούδια στη θάλασσα –για τον Καμίλο. Γιατί το παιδί ήταν και γόης.
Posted by...The Motorcycle boy at 10:30 π.μ. 23 comments
Μεξικανικός Κινηματογράφος
Τρίτη, Νοεμβρίου 14, 2006
Μιας και στο "καλαμπόκι" τρέφουμε μία ιδιαίτερη συμπάθεια στο Μεξικό, σκέφτηκα ότι μπορεί να σας ενδιαφέρει ένα post που είχα γράψει τον Φεβρουάριο με αφορμή το αφιέρωμα που έγινε στην Αθήνα για τον μεξικανό σκηνοθέτη El Indio.
Η Πρεσβεία του Μεξικό στην Αθήνα, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Υπουργείο Πολιτισμού διοργάνωσαν στο σινεμά ΦΙΛΙΠ ένα αφιέρωμα στον Μεξικανό Σκηνοθέτη Emilio Fernández “El Indio” από τις 19 έως τις 25 Γενάρη.
Το Μεξικό είχε μία ισχυρή βιομηχανία κινηματογράφου, που ωρίμασε στη σκιά του Hollywood και που τα τελευταία χρόνια ζει μία εντυπωσιακή επανάκαμψη και «ανακάλυψη» από τα πρώτα του ακόμα βήματα. Ξεκίνησε την εποχή του βωβού με θέματα γύρω από την Μεξικανική Επανάσταση. Οι μεξικανοί αστέρες ήταν σέξυ, εντυπωσιακές γυναίκες ηθοποιοί και σκληροτράχηλοι αλλά ρομαντικοί cowboys. Γύρω στο 1940, άρχισαν να εμφανίζονται ταινίες με έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς, τα προβλήματα στη γη των αγροτών και των αυτοχθόνων και μερικές επικές ταινίες με θέμα τους Αζτέκους. Μεγάλη θραύση άρχισαν να κάνουν και οι ταινίες γύρω από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως αυτές με τον John Wayne, πάντα υποτιτλισμένες. Κάπου εκεί άρχισε η εποχή της Χρυσής Δεκαετίας του Μεξικανικού Κινηματογράφου. Οι Μεξικανοί αγαπούσαν τον κινηματογράφο και είχαν πολύ όμορφα διακοσμημένες αίθουσες στις μεγάλες πόλεις. Στα χωριά έβλεπαν τις ταινίες σε τέντες στην ύπαιθρο, που τις έστηναν περιπλανώμενοι τσιγγάνοι. Εκατοντάδες ταινίες γυριζόντουσαν κάθε χρόνο στο Μεξικό, εκείνη την εποχή. Yπήρχε και σε μεγάλο βαθμό συνεργασία και ανταλλαγή και επενδύσεις μεταξύ Hollywood και Μεξικό. Διάσημοι μεξικανοί ηθοποιοί όπως η Cantinflas, η Dolores del Rio, ο Pedro Armendariz και η Sarita Montiel εργάστηκαν συχνά στο Hollywood. Το 1959, ο ισχυρός ξένος ανταγωνισμός, το συνεχώς υποτιμούμενο μεξικανικό νόμισμα και η έντονη εθνικοποίηση του εγχώριου κινηματογράφου από την τότε μεξικανική κυβέρνηση, οδήγησαν την Χρυσή Εποχή του μεξικανικού κινηματογράφου σε ένα τέλμα. Ο απρόσμενος χαμός σε πολύ νεαρές ηλικίες μεγάλων αστεριών όπως του Pedro Infante, του Jorge Negrete και του Pedro Armendariz γονάτισαν την βιομηχανία. Ήδη όμως είχε κάνει αισθητή την παρουσία του ο Emilio Fernández, που για πολλές δεκαετίες θεωρήθηκε εθνικό σύμβολο.
Κατάφερα να δω 3 από τις ταινίες του. Η κακοκαιρία και η παγωνιά στο σινεμά λόγω έλλειψης θέρμανσης δεν βόηθησαν και πολύ, αν και το αφιέρωμα ήταν εξαιρετικό στο σύνολό του. Γιατί δεν είναι μόνο ο El Indio Fernández ένας από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες του Μεξικό του 20ου αιώνα, αλλά και ο συνεργάτης του φωτογράφος-κινηματογραφιστής Gabriel Figueroa θεωρείται ένας από τους καλύτερους παγκοσμίως στο είδος του. Ο φακός του Figueroa αποκάλυψε στον κόσμο το Μεξικό των φωτοσκιάσεων, με το maguey (τοπικό είδος κάκτου-φραγκοσυκιάς) και τα σύννεφα να κυριαρχούν σε ένα ατελείωτο τοπίο από ηφαίστεια. Μέσα από την ματιά του φάνηκε μια χώρα που πάλλεται, γεμάτη ζωή. Μέσα από τις 213 ταινίες του, κατάφερε με τους Alex Phillips, Ross Fischer, Jack Draper και Paul Strand ανάμεσα σε άλλους, να θέσει γερές βάσεις για την πραγματική αξία της φωτογραφίας στον κινηματογράφο, μετατρέποντάς την σε ένα από τους καθοριστικούς παράγοντες που έδωσαν μεγαλοπρέπεια στο εθνικό μεξικανικό σινεμά, την Χρυσή Εποχή του Κινηματογράφου. Μία καθοριστική στιγμή στην καρριέρα του στάθηκε η επαφή του με τον Greg Toland το 1935, όταν μια υποτροφία τον οδήγησε για σπουδές στο Hollywood. Ο Toland, φωτογράφος του Πολίτη Κέϊν του Orson Wells, θα θεωρείτο για πάντα από τον Figueroa σαν ο δάσκαλός του, αυτός από τον οποίο έμαθε το χειρισμό του φωτός, της οπτικής, της σύνθεσης και του βάθους του κάμπου. Όπως είχε πει και ο ίδιος για τη δουλειά του όταν το 1971 του απένειμαν το Εθνικό Βραβείο Τεχνών στο Μεξικό «είμαι σίγουρος ότι αν αξίζω κάποιον έπαινο, είναι γιατί ήξερα να χρησιμοποιήσω τα μάτια μου, που καθοδήγησαν τις κάμερες στο να αιχμαλωτίσουν όχι μόνο τα χρώματα, το φως και την σκιά, αλλά την κίνηση, που είναι η ίδια η ζωή». Έτσι, ενώ ο El Indio σφράγισε τις ταινίες του με ένα μεγαλοπρεπή μοναδικό επιβλητικό ρυθμό, ο Figueroa μεταμόρφωσε τα σενάρια σε μία σειρά από εικόνες γεμάτες από φανταστικά παιχνίδια με το φως για να σχηματίσουν αυτό το δυνατό δίδυμο που εξύμνησε με μοναδικό τρόπο το πνεύμα και την ομορφιά των Μεξικανών. Επιπλέον των ταινιών που γύρισε με τον El Indio Fernández, δύο ακόμα δουλειές του έγιναν περισσότερο γνωστές, Los olvidados (1950) του Luis Buñuel και La noche de la iguana (1964) του John Huston.
Ο σκηνοθέτης για τον οποίο έγινε το αφιέρωμα στο Φιλίπ, ο Εl Ιndio Fernández, στις ταινίες του μίλησε για τα προβλήματα και τις αντιθέσεις της μεξικανικής κοινωνίας, όντας ο ίδιος γιος πατέρα ισπανού και μητέρας ιθαγενούς. Εστίασε στην εγκατάλειψη και την άσχημη μοίρα που έχουν καταδικαστεί από την κοινωνία οι «ταπεινές τάξεις» και κυρίως οι αυτόχθονες. Τον ενδιέφερε κυρίως το μήνυμα και όχι η πλοκή, πίστευε ότι ο κινηματογράφος και οι ιδέες πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με την ζωή. Γι αυτό και επικεντρώθηκε μέσα από μεγάλους, κυνηγημένους και ατυχείς έρωτες, στην κοινωνική αδικία, την φτώχεια, την παντελή έλλειψη περίθαλψης και εκπαίδευσης των ιθαγενών Μεξικανών, την περιθωριοποίηση. Ο ίδιος πέρασε μία ζωή διά πυρός και σιδήρου, όταν στα 12 του εγκατέλειψε το σχολείο για να πάρει μέρος στην Μεξικανική Επανάσταση. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκισης, αλλά κατάφερε μετά 3 χρόνια να το σκάσει και να καταλήξει να δουλεύει στο Hollywood! Επέστρεψε στο Μεξικό στις αρχές του 30, για να δουλέψει αρχικά σαν ηθοποιός και στη συνέχεια σαν σκηνοθέτης, επηρεασμένος ιδιαίτερα από τον σοβιετικό σκηνοθέτη Serguéi Eisenstein, που γύρισε το 1931 το ¡Que viva México! καθώς και από τον αμερικανό John Ford, προβάλοντας τελικά στις σπουδαιότερες ταινίες του την πάλη των πρωταγωνιστών και τον σκληρό αλλά μάταιο αγώνα τους, καθώς δεν μπορούν να αποφύγουν το τραγικό πεπρωμένο που καιροφυλακτεί. Το μήνυμα του El Indio Fernández είναι ξεκάθαρο και απαισιόδοξο: η ζωή είναι μία σειρά από πόρτες που κλείνουν μπροστά στον άνθρωπο και αποδεικνύεται δύσκολο έως και αδύνατα να μπορέσουμε να αποφύγουμε τις παγίδες που κρύβονται σε κάθε βήμα. Για τη ζωή του πολλά έχουν γραφτεί, χαμένα κάπου ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα. Ο ίδιος πάντως με περηφάνεια έλεγε ότι πάλεψε για την Επανάσταση, ότι έμαθε τον Rodolfo Valentino να χορεύει, ότι πόζαρε γυμνός για τον γλύπτη που δημιούργησε το αγαλματίδιο των Oscar και ότι η μεγάλη αγάπη της ζωής του δεν ήταν κάποια από τις γυναίκες του, αλλά μία γυναίκα που δεν μπόρεσε ποτέ να κατακτήσει, η Olivia de Havilland. Ο κινηματογράφος δεν ήταν από την αρχή ο στόχος του, προέκυψε σαν συνέπεια της δυνατής προσωπικότητάς του, αυτού του ατίθασου σκληρού «αλόγου» -όπως τον αποκαλούσαν- ικανού όμως για την ακραία τρυφερότητα. Έτσι έφτασε να είναι ο πιο διάσημος Μεξικανός σκηνοθέτης του 20ού αιώνα.
Οι πρωταγωνιστές στις ταινίες του El Indio Fernández είναι τα μεγάλια αστέρια που θριάμβευσαν την Χρυσή Εποχή του Μεξικανικού Κινηματογράφου.
Και οι 3 ταινίες που είδα είναι γεμάτες με βίαια συναισθήματα και ζωή, αλλά και ένα είδος λυρισμού που στην μία τουλάχιστον περίπτωση, στην Enamorada, με συνεπήρε κυριολεκτικά. Τον καιρό της επανάστασης, ο στρατός των zapatistas του στρατηγού José Juan Reyes μπαίνει στην ήσυχη και συντηρητική πόλη της Cholula. Ενώ κατασχέτει τα αγαθά των πλουσίων, ο στρατηγός Reyes ερωτεύεται την όμορφη, πλούσια και ατίθαση Beatriz Peñafiel, κόρη του μεγαλύτερου προύχοντα της Cholula. Η αρχική απέχθεια που νοιώθει η Beatriz για τον επαναστάτη, δίνει τη θέση της στην περιέργεια και –τελικά- σε ένα βαθύ και αυθεντικό έρωτα, που την οδηγεί να αφήσει τα πάντα πίσω της και να τον ακολουθήσει στον αγώνα του. Mελόδραμα με δυνατά πάθη και αρκετά στοιχεία κωμωδίας, θυμίζει λίγο Shakespeare στην «Στρίγγλα που έγινε αρνάκι» και αποτελεί την επιτομή του έργου του Emilio Fernández.
Οι εικόνες του σε αυτήν την ταινία αιχμαλώτισαν αρκετές γενιές μεξικανών, οι οποίοι –όπως και ο Gabriel Figueroa- έμειναν άφωνοι μπροστά στην μαγεία των εκπληκτικών ματιών της María Félix.
Στην Enamorada, ο Indio αποκάλυψε μία πλευρά του γεμάτη με τρυφερό ρομαντισμός αλλά και βιαιότητα. Σαν να ένοιωθε ο ίδιος στο πετσί του τον πόνο του ερωτευμένου Armendáriz, ενός άνδρα-ηθοποιού τόσο macho και τόσο υπερόπτη, αλλά ταυτόχρονα και τόσο ανήμπορου μπροστά στην απόρριψη της γυναίκας που αγαπά. Σε αυτήν την ταινία συνεργάστηκε για πρώτη φορά με την María Félix, με μία φωτογραφία της οποίας ξεκίνησα και αυτό το blog. Την χολυγουντιανή εκδοχή της Enamorada με τον τίτλο The Torch γύρισε λίγα χρόνια μετά ο Indio με πρωταγωνιστές τον Armendáriz και στη θέση της María Félix, που ποτέ δεν δέχτηκε να μάθει αγγλικά και να παίξει στον αμερικανικό κινηματογράφο, την Paulette Goddard, πρώην γυναίκα του Τσάρλι Τσάπλιν. Η ερμηνεία της όμως χάθηκε μπροστά στο απύθμενο βάθος των ματιών της María, η οποία κατάφερε να γίνει η Beatriz Peñafiel ένας μοναδικός, αξέχαστος και ανεπανάληπτος χαρακτήρας στο πάνθεον του μεξικανικού κινηματογράφου.
Χωρίς αμφιβολία, η ιστορία του κινηματογράφου της χώρας της δε θα ήταν η ίδια αν δεν υπήρχε η María Félix. Αν και γράφτηκαν για εκείνη χιλιάδες σελίδες σχετικά με τη ζωή και τις ταινίες της, παρόλα αυτά κανένα κείμενο δεν κατάφερε να συλλάβει την ουσία αυτής της γυναίκας, της οποίας η αυθεντικότητα και η μοναδικότητα δεν μπορούν να κλειστούν σε κάποιες λέξεις. Πολλοί ειδικοί έγραψαν κατά καιρούς ότι η María πάντα ερμήνευε τον εαυτό της στις ταινίες της. Άλλοι, όπως ο Paco Ignacio Taibo I –συγγραφέας του βιβλίου La Doña (1991)- έγραψαν ότι η εμφάνισή της στο πανόραμα του μεξικανικού κινηματογράφου ήταν τόσο ισχυρή που οι συνεριογράφοι και οι σκηνοθέτες κατέληξαν να γράφουν ταινίες ειδικά για εκείνη, σύμφωνα με την προσωπικότητά της. Το αποτέλεσμα ήταν ένα περίεργο μείγμα πραγματικότητας και φαντασίας που έκανε ακόμα πιο δυνατό το μύθο της.
Οι γάμοι της με τον πιο γνωστό Λατίνο συνθέτη μεταξύ του 1930-1960, Agustín Lara (1943-1947) και με τον διάσημο τραγουδιστή Jorge Negrete (1952-1953) της έδωσαν το παρατσούκλι αυτής που «καταβροχθίζει» τους άνδρες. Η φήμη της εξαπλώθηκε όχι μόνο σε όλη την Λατινική Αμερική, αλλά και στην Ισπανία, την Ιταλία και την Γαλλία, όπου και γύρισε μία από τις πιο σπουδαίες ταινίες της, το French Cancan (1954) με σκηνοθέτη τον Jean Renoir. Η επιμονή της να αρνείται να δουλέψει για το Hollyhood ήταν θρυλική, αν και γι αυτό δεν μπόρεσε να γίνει γνωστή στο Βορρά, πέρα από τα μεξικανικά σύνορα. Της ίδιας πάντως της αρκούσε ο θρίαμβος στην πατρίδα της και η επιτυχία της στις ευρωπαϊκές χώρες όπου έγινε γνωστή με το όνομα "La Mexicana". Μέσα από 47 ταινίες, κατάφερε να διατηρήσει τον αέρα μιας πραγματικής σταρ, έφτιαξε την εικόνα μιας σκληρής γυναίκας που διαφοροποίηθηκε σημαντικά από τον παραδοσιακό ρόλο της Λατινομερικάνας γυναίκας που ζούσε στην σκιά κάποιου άνδρα.
Συμπρωταγωνιστής της στην Enamorada ήταν o Pedro Armendáriz, ηθοποιός με τόσο ρωμαλέα προσωπικότητά και τόσο πλάνα πράσινα μάτια, που οδήγησαν πολλές Βορειοαμερικανίδες τουρίστριες στην πόλη του Μεξικό το 1935, μόνο και μόνο για να τον γνωρίσουν από κοντά. Αυτές που κατάφερναν να του μιλήσουν από κοντά, ανακάλυπταν έναν νέο αξιαγάπητο και κοσμοπολίτη, ικανό να απαγγείλει απο μνήμης τον μονόλογο του Άμλετ σε άψογα αγγλικά. Ο χαρακτήρας και η ανδροπρεπής ομορφιά του τράβηξαν την προσοχή των ανθρώπων του σινεμά, που μαζευόντουσαν τα βράδια στο γκρεμισμένο πια φαρμακείο “Regis”. Ο ομιλών κινηματογράφος είχε φτάσει στο Μεξικό το 1931 και το μέλλον της βιομηχανίας ήταν αβέβαιο. Χρειάζονταν πρόσωπα που να αιχμαλωτίζουν το κοινό και ταλέντα που να να μπορούν να αντέξουν το βάρος ενός πρωταγωνιστή και στο γωνιώδες πρόσωπο του νεαρού Armendáriz βρήκαν και τα δύο προσόντα. Αν και στο αίμα του δεν κυλούσε σταγόνα αίματος αυτόχθονα, ο Armendáriz κατάφερε να ενσαρκώσει την ουσία της μεξικανικότητας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ηθοποιό της πατρίδας του. Αυτή η εκτίμηση –αποδεκτή από ιστορικούς, κριτικούς, συναδέρφους και θαυμαστές του- θεμελιώθηκε κυρίως απο τις προσωπικότητες που ανέδειξε μέσα από τις ταινίες του σκηνοθέτη Emilio Fernández. Μαζί με την Dolores del Río, υπό την καθοδήγηση του Εl Indio, έπαιξε στις σπουδαιότερες ταινίες της Χρυσής Εποχής του Μεξικανικού Κινηματογράφου, όπως στο Flor silvestre (1943), την Bugambilia (1945) και την María Candelaria (1944). Την σπουδαία καρριέρα του συνέχισε και εκτός του Μεξικό, στην Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη. Θεωρήθηκε πρότυπο της αρρενωπότητας και της ανδρικής ομορφιάς. Τα χαρακτηριστικά και η κορμοστασιά του ήταν σχεδόν τέλεια. Αλλά ήταν το πάθος του, η δύναμη και οι ικανότητές του σαν ηθοποιός που σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του gentleman, τον έκαναν αμέσως το φαβορί σκηνοθετών όπως ο John Ford με τον οποίο γύρισε τον Φυγά (1947) και στη συνέχεια εμφανίστηκε σε συμπρωταγωνιστικό ρόλο στο Fort Apache και στους 3 Godfathers (1948). Όταν το 1963 ανακάλυψε ότι έπασχε από καρκίνο, προτίμησε να δώσει τέλος στην αγωνία και στον πόνο με μία σφαίρα στον κρόταφο. Ήταν ένας από τους 91 ανθρώπους, ανάμεσα στους John Wayne, Susan Hayward, και Agnes Moorehead, των οποίων ο καρκίνος αποδόθηκε στην έκθεσή τους σε ραδιενέργεια, στην διάρκεια γυρισμάτων της ταινίας The Conqueror (1956).
Είναι κρίμα που αυτό το αφιέρωμα κράτησε τόσες λίγες μέρες και συνέπεσε με την κακοκαιρία, γιατί πραγματικά πιστεύω ότι οι ταινίες του El Indio θα είχαν μεγάλη απήχηση στο ελληνικό κοινό. Εμένα τουλάχιστον με συνεπήραν.
Posted by...Juanita La Quejica at 3:12 μ.μ. 3 comments
ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ!
Κυριακή, Νοεμβρίου 12, 2006
έκατσα πολύ λίγο δυστυχώς, και δεν πρόλαβα να βάλω ούτε μια πινελιά, αλλά όπως βλέπετε τα παιδιά στο στέκι κάνουν καταπληκτική δουλειά!!!!!
Εύγε σας!!! Είναι απίθανο!!!
υ.γ. όσο για το χτεσινό απόσπασμα, μάθαμε ότι περάσατε και δεν πιάσατε πινέλο, αλλά και ότι δεν αφήσατε κάτω το πηρούνι, χο χο χο χο (πώς να σου μπει μετά το κοστούμι του ζορό χρυσό μου;)
Posted by...unapatatras at 10:25 μ.μ. 22 comments
Μεσημέρι στην εκδήλωση της "Αλάνας"
Σάββατο, Νοεμβρίου 11, 2006
Μόλις γυρίσαμε από το Στέκι Μεταναστών, Τσαμαδού 13, και χρωστάω ένα ευχαριστώ στα παιδιά της "Αλάνας" που διοργάνωσαν την εκδήλωση.
Ένα ευχαριστώ σε αυτούς που μαγείρεψαν τα φαγητά σε ποσότητες ικανές να χορτάσουν στρατόπεδο νεοσυλλέκτων. Και ειδικά στη Ματούλα για τη σαλάτα της και σε αυτόν που έφτιαξε εκείνο το ιθαγένικο φαγητό (πως το λέγανε; παίζει καμιά συνταγή;). Είχε και γλυκά, αλλά γι' αυτά δεν πρόκειται να πω κουβέντα -όταν τρώνε δεν μιλάνε.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην goudroun που είχε λιώσει στα πόδια της για να ετοιμαστεί η εκδήλωση (ζεις ρε ή κατέρρευσες κάτω από κανένα πάγκο και σε κάνανε γκράφιτι;).
Και όλους τους υπόλοιπους -χάρηκα που σας είδα και τα είπαμε. Χάρηκα επίσης που γνώρισα τη Φλώρα, ελπίζω να βγήκε η μπογιά από τη γούνα της. Ποια είναι η Φλώρα; Αν πάτε, θα καταλάβετε.
Για την έκθεση φωτογραφίας δεν θέλω να πω τίποτα -αυτά τα βλέπεις, δεν τα περιγράφεις.
Μετά τα ευχαριστώ, να πω κι ένα συγνώμη που δεν βοήθησα στο βάψιμο του γκράφιτι -αλλά είμαι φύση κακότεχνη και σκέφτηκα να μην καταστρέψω τη δουλειά τόσων ανθρώπων. Γιατί το γκράφιτι γίνεται με τη συμμετοχή όλων. Να, έτσι ακριβώς:
Posted by...The Motorcycle boy at 7:32 μ.μ. 6 comments
Ζωγραφική σε τοίχους στην Αμερική- τοιχογραφίες, μουράλες, γκράφιτι
Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006
Η ζωγραφική σε τοίχο και γενικότερα σε επιφάνειες κτιρίων, η τοιχογραφία, σχετίζεται με διακριτές περιόδους ανάπτυξης πολιτισμών σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Εντοπίζεται στην Κίνα, στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα, στη Ρώμη, στη Μεσο-Χριστιανική Εποχή, στον αραβικό κόσμο, στην περίοδο πριν την Αναγένηση, στην Αναγέννηση, στην Ινδία.... Στην αμερικάνικη ήπειρο η τοιχογραφία αποτέλεσε θεμελιώδες χαρακτηριστικό των προκολομβιανών πολιτισμών, καθώς η παρουσία της είναι συνεχής από τα πρώτα τους χρόνια. Η παράδοση της λατινοαμερικάνικης τοιχογραφίας έχει τις ρίζες της στους αυτόχθονες πολιτισμούς, στις πόλεις-θρησκευτικά κέντρα των Αζτέκων, των Μάγιας και των Ίνκας.
Αρχαιολογικά ευρήματα και ιστορικές μαρτυρίες αποκαλύπτουν ότι ο κόσμος της προκολομβιανής Αμερικής ήταν πλημμυρισμένος από χρώματα. Η ζωγραφική του τοίχου, το χρώμα, ήταν στοιχεία άμεσα συνδεδεμένα με την καθημερινότητα, την έννοια της γνώσης και της σοφίας. Οι τοιχογραφίες βρίσκονταν κυρίως σε εσωτερικούς χώρους, και σε κάθε τοίχο ανάλογα με τη θέση του, απεικονίζονταν θέματα ιστορικά, τελετουργικά, θρησκευτικά καθώς και σκηνές της καθημερινής ζωής. Οι ζωγραφικές αυτές επιφάνειες αποτελούσαν οργανικό κομμάτι του κτιρίου και ενιαίο σύνολο. Στη σύνθεση συμμετείχαν και οι θεατές ως δέκτες νοημάτων και ταυτόχρονα ως παρουσίες στο χώρο.
..........................................................................................................................................
Στη νεότερη ιστορία, σταθμό στην εξέλιξη της λατινοαμερικάνικης τοιχογραφίας αντιπροσωπεύει το κίνημα του μουραλίσμο (muralismo). Το κίνημα αυτό συνδέεται με τις περιόδους των επαναστάσεων και των εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα στη Λατινική Αμερική στα τέλη του 19ου και στον 20ο αιώνα. Η περίπτωση του Μεξικού με τους «τρεις μεγάλους» τοιχογράφους, τον Ντιέγκο Ριβέρα (Diego Rivera), τον Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο (José Clemente Orozco) και τον Νταβίντ Αλφαρο Σικέιρος (David Alfaro Siqueiros), είναι η πιο γνωστή. Ωστόσο, το κίνημα του μουραλίσμο εμφανίζεται και γνωρίζει άνθιση στη Βραζιλία (Cândido Portinari), στο Εκουαδόρ (Oswaldo Guayasamín) και στην Κολομβία (Pedro Nel Gómez).
Η ανάπτυξη του μεξικάνικου μουραλισμού φαίνεται να βγαίνει μέσα από μια γενικότερη αναγέννηση της μεξικάνικης κουλτούρας, οι ρίζες της οποίας βρίσκονταν πριν τη μεξικάνικη επανάσταση. Στο Μεξικό μετά την επανάσταση, η παραγωγή τοιχογραφιών γενικεύεται. Η ιδεολογική και αισθητική δυναμική της τοιχογραφίας, την καθιστά αντικείμενο κρατικής θεσμοθέτησης. Μέσω του προγράμματος αναθέσεων τοιχογραφιών πολλές επιλεγμένες επιφάνειες δημόσιων κτιρίων επενδύονται ζωγραφικά. Τα μουράλες (murales, τοιχογραφίες) δεν μπορούσαν ούτε να αγοραστούν ούτε να πουληθούν, το κίνημα του muralismo αποτελούσε μια σημαντική πρόκληση απέναντι στην κοινά αποδεκτή ιδέα για το ρόλο και τη θέση του καλλιτέχνη στη δυτική κοινωνία.
Η καλλιτεχνική δράση των Ριβέρα, Ορόσκο και Σικέιρος εκτείνεται σε 5 δεκαετίες από τις αρχές του 1920, ενώ ο Σικέιρος συνεχίζει και μέχρι τις αρχές του 1970. Οι μεξικάνοι μουραλίστες συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική και πνευματική ζωή της χώρας. Το κίνημα του μουραλίσμο έθετε ως προτεραιότητα την ενασχόληση με την τοιχογραφία, με μια ζωγραφική, δηλαδή, ικανή να ενταχθεί στο χώρο της αρχιτεκτονικής και της πόλης και να αναπαραστήσει όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας, με αναφορές πολλές φορές σε πραγματικά πρόσωπα και χώρους, σε ιθαγενικά και τοπικά στοιχεία, σε μύθους και ιστορικά γεγονότα.
..........................................................................................................................................
Στη Χιλή την περίοδο της Κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας (1970-1973), εμφανίζονται οι μπριγάδας μουραλίστας (brigadas muralistas), ομάδες που μετά τη συμμετοχή τους στην εκλογική καμπάνια του Αγιέντε, αποφασίζουν να ασχοληθούν με τη ζωγραφική του δρόμου και να επενδύσουν τους τοίχους της πόλης με συνθήματα, εικόνες και χρώματα. Παραδείγματα τέτοιων μπριγάδων είναι η Brigada Ramona Parra, η Elmo Catalán, η Inti Peredo, η Camilo Torres, η Chacón. Οι ομάδες αυτές μέσα από τη συλλογική ζωγραφική δραστηριότητα στους δρόμους της πόλης εκδηλώνουν τη διάθεσή τους για κοινωνική αλλαγή, καθώς και μια διαφορετική αντίληψη της πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Ορισμένες από τις μπριγάδες συνεχίζουν τη δράση τους μέχρι σήμερα.
.........................................................................................................................................
Οι τοιχογραφίες στις ζαπατίστικες κοινότητες, οι τοιχογραφίες στη γειτονιά της Νέζα στην Πόλη του Μεξικού, οι τοιχογραφίες για τους φυλακισμένους Μαπούτσε της Χιλής αποτελούν σύγχρονα παραδείγματα μιας παράδοσης που συνεχίζει να εξελίσσεται. Η τοιχογραφία χρησιμοποιείται, ως το κατάλληλο μέσο, τόσο στις ιθαγενικές κοινότητες, όσο και στις γειτονιές της πόλης. Στην τοιχογραφία, αυτοί που συμμετέχουν, επενδύουν τις εμπειρίες και τις επιθυμίες τους, μεταφέρουν τις συλλογικές αξίες για τον τρόπο ζωής που επιθυμούν. Μέσα από τη διαδικασία παραγωγής μιας τοιχογραφίας ανοίγεται το πεδίο για την καλλιέργεια μιας διαφορετικής συλλογικής και πολιτικής έκφρασης.
..........................................................................................................................................
Παράλληλα ομάδες κυρίως νέων ανθρώπων εκφράζονται με την πιο σύγχρονη πρακτική των γκράφιτι, σε τοίχους των βορειοαμερικάνικων και λατινοαμερικάνικων πόλεων, σε τρένα, γέφυρες και αυτοκινητόδρομους. Το γκράφιτι, η ζωγραφική και το γράψιμο σε τοίχους στους δρόμους της πόλης, εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60 στις Η.Π.Α. Με το γκράφιτι συμμορίες των αμερικάνικων πόλεων οριοθετούσαν την επικράτειά τους. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, στη Φιλαδέλφεια και μετά στη Νέα Υόρκη, εμφανίζονται στο μετρό και στους δρόμους της πόλης γκράφιτι με υπογραφές (tags) ατόμων. Στη συνέχεια η πρακτική του γκράφιτι εξαπλώθηκε στην περιοχή του Μπρούκλιν και σχετίστηκε με την κουλτούρα της ραπ μουσικής. Με τη χρήση του σπρέι, τα γκράφιτι άρχισαν να μεγαλώνουν και να ποικίλουν σε σχήματα και χρωματικούς συνδυασμούς. Καθώς τα γκράφιτι θεωρούνται παράνομα, τη δεκαετία του ’80 έγιναν μαζικές επιχειρήσεις εκκαθάρισης, ενώ άρχισαν να διώκονται συστηματικά, ως πράξη βανδαλισμού.
Στη Βραζιλία, τη δεκαετία του '60 το γκράφιτι επηρεάστηκε τόσο από την πολιτική όσο και από τα κινήματα της τέχνης και της μουσικής. Μετά το πραξικόπημα του ‘64, αρκετοί στίχοι από τα τραγούδια της “Musica Popular Brasileira” εμφανίστηκαν και σε γκράφιτι. Σήμερα, στις μεγάλες πόλεις όπως το Σάο Πάουλο, η παραγωγή των γκράφιτι είναι εντυπωσιακή Οι “pichadores” (πιτσαδόρες) είναι γκραφιτάδες που βάζουν την υπογραφή τους στα πιο δύσκολα και επικίνδυνα σημεία της πόλης. Η «κουλτούρα του δρόμου» περιλαμβάνει το γκράφιτι, το χιπ-χοπ και τη σάμπα. Στις φαβέλες, οι τοίχοι γεμίζουν συνθήματα, λόγια αγανάκτησης και ελπίδας, εικόνες που βγαίνουν από τη σύγχρονη πραγματικότητα και το δοκιμασμένο παρελθόν.
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
από τις 12.00 μ.μ. ως το βράδυ
σας καλούμε να ζωγραφίσουμε έναν τοίχο του Στεκιού Μεταναστών (Τσαμαδού 13)
να δούμε την έκθεση φωτογραφίας που ετοιμάσαμε
με τοιχογραφίες από τη Λατινική Αμερική αλλά και από τον υπόλοιπο κόσμο
να συζητήσουμε, να γελάσουμε, να φάμε και να πιούμε
και γενικά να περάσουμε καλά και δημιουργικά.
μετά τιμής
η "αλάνα"
Posted by...Ανώνυμος at 1:34 μ.μ. 6 comments
Mαύρο Ελδοράδο
Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006
ΜΑΥΡΟ ΕΛΔΟΡΑΔΟ
Τα βουβά φώτα στον ορίζοντα
Είναι η αιμοδοσία προς τον ουρανό
κατά
τη
νύχτα
Δεν υπάρχουν μόνον οι ήπειροι που ξέρουμε
Αλλά ακόμη μία - είναι νοητική
Αίρει την απόσταση, αίρει και τον χρόνο
Όπως στα όνειρα οπού μεταπηδάς
Από τόπο σε τόπο σε χρόνο άχρονο
Αυτή η ήπειρος λοιπόν
Είναι το άθροισμα των σκέψεων εν κρυπτώ
Και των εντός βαθέων μονολόγων
Όλων ανεξαιρέτως όλων των ανθρώπων
Χωρίς αμφιβολία, αυτός είναι ο Νέος Κόσμος
Και όχι ο άλλος που γνωρίζουμε ως τέτοιον
Kαι είναι ακόμα το Μαύρο Ελδοράδο
Λίγοι κονκισταδόρες φθάσανε εκεί ως σήμερα
Το Μαύρο Ελδοράδο
Και ο Μαύρος Σταυρός
Η οδοντοστοιχία του θεού
Που ανοιγοκλείνει στα νεκροταφεία και την παγωνιά
Και προπαντός !
Είναι ο πέλεκυς και η καταστροφή
Είν' το χαμόγελο της Βασιλίσσης καθώς
τον
θάνατο
ορκίζει
Είναι η κόλαση παρατημένη
Σ' έν' απογευματινό παγκάκι
Κάποιος πάντοτε τη βρίσκει και την παίρνει
σπίτι του
μαζί του
Posted by...οι σκιές μιλάν at 1:31 μ.μ. 6 comments
"Ζαπάτα -αν θέλετε πόλεμο"
Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006
Πριν λίγο καιρό (εντάξει, αρκετό καιρό –αλλά διαβάζω αργά), ο Ευ-άγγελος μου χάρισε ένα βιβλίο. Ήταν η «Μεξικάνικη επανάσταση 1910-1920» του Αδόλφο Τζίλι (εκδόσεις ΚΟΥΚΙΔΑ). Και δεν φτάνει που μου το χάρισε, είχε την απαίτηση να το διαβάσω για να του λύνω απορίες σχετικά με τους Ζαπατίστας και τον Ζαπάτα.
Όταν άρχισα να το διαβάζω, θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια. Ξέρεις, την εποχή που διάβαζα μαρξιστές για να περάσω το μάθημα –ναι, ο Τζίλι είναι μαρξιστής και το βιβλίο είναι από αυτά που κάθε δυο γραμμές κείμενο έχει είκοσι γραμμές υποσημειώσεις. Έφαγα στη μάπα και μια εισαγωγή που με ανάγκασε να ξεσκονίσω ότι Γκράμσι, Μαρκούζε και λοιπούς πανδύσκολους είχα διαβάσει –κοντολογίς, ήμουν έτοιμος να βρω τον Ευ-άγγελο και να του σερβίρω το βιβλίο με σάλτσα Μαδέρα, να το φάει, να ησυχάσω. Ευτυχώς, προχώρησα (καθαρά λόγω περιέργειας) και στα επόμενα κεφάλαια.
Το βιβλίο του Τζίλι είναι ένα επιστημονικό σύγγραμμα. Χρειάζονται θεωρητικά προαπαιτούμενα για να βγάλεις άκρη και … Θα μπορούσα να γκρινιάζω με τις ώρες, το γεγονός όμως είναι πως το βιβλίο του Τζίλι είναι ένα από τα ελάχιστα επιστημονικά κείμενα που σε αφήνει με σφίξιμο στο στομάχι. Πως το κάνει δεν ξέρω, αλλά είναι συγκινητικό –όσο και ένα κλασσικό μυθιστόρημα.
«Γη και ελευθερία»
Πέρα από τη θεωρητική προσέγγιση, το βιβλίο παρουσιάζει τη μεξικάνικη επανάσταση, από το 1910 –τότε που το καθεστώς του Πορφίριο Ντίας φρόντιζε για την αύξηση των λατιφουντίων (τι είναι αυτό; οι μεγάλες εκτάσεις γης που ανήκαν στους γαιοκτήμονες και απασχολούσαν αγρότες –δουλοπάροικους) με νόμους που έπαιρναν τις κοινοτικές εκτάσεις των χωριών (εχίδος) και τις ενσωμάτωναν στη μεγάλη ιδιοκτησία. Φυσικά, ο Ντίας είχε πάρει την εξουσία με τη βία.
Τον Ιούνιο του 1910 ο Ντίας επανεκλέχτηκε, τη στιγμή που ο βασικός αντίπαλός του για το αξίωμα της προεδρίας, ο Φρανσίσκο Μαδέρο βρισκόταν στη φυλακή. Ο Μαδέρο, έφυγε για τις ΗΠΑ, όταν αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους και κήρυξε άκυρες τις τελευταίες εκλογές. Έκανε και μια δικιά του κυβέρνηση με τον εαυτό του στη θέση του Προέδρου και ανακοίνωσε το Σχέδιο του Σαιν Λούις, όπου υποσχέθηκε, μεταξύ των άλλων, την επιστροφή της γης (που είχε δώσει ο Ντιας στους φεουδάρχες) στους αρχικούς της ιδιοκτήτες.
Η προσπάθειά του ήταν ανοργάνωτη και θα καταντούσε γραφική αν δεν υπήρχε η Τσιουάουα, στον μεξικανικό βορρά. Εκεί, ο κυβερνήτης Αμπραάμ Γκονσάλες, που ήταν οπαδός του Μαδέρο ξεκίνησε την εξέγερση. Στο πλευρό του εμφανίζονται για πρώτη φορά ο Φρανσίσκο (Πάντσο) Βίγια, ο Πασκουάλ Ορόσκο και άλλοι άγνωστοι οπλαρχηγοί. Ο στρατός τους αυξάνεται μετά από κάθε νίκη επί του Ομοσπονδιακού στρατού και γρήγορα κυριαρχούν στις περισσότερες πόλεις του βορρά.
Παράλληλα, στο νότο, στην πολιτεία Μορέλος εξεγείρεται ο Εμιλιάνο Ζαπάτα. Οι επαναστάτες προελαύνουν και από τις δυο πλευρές, ο Μαδέρο μπαίνει στο Μεξικό, χάνει τις μάχες που διευθύνει και κερδίζει τις πολιορκίες πόλεων στις οποίες κάνουν του κεφαλιού τους οι Βίγια και Ορόσκο.
Ο Μαδέρο έρχεται σε συμφωνία με τον Ντίας, όταν βλέπουν πως η κατάσταση τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη και υπογράφουν το Σύμφωνο της Σιουδάδ Χουάρες, που ρυθμίζει το πολιτειακό, αλλά δεν λέει λέξη για την επιστροφή της γης στους αγρότες.
Στις 25 Μαρτίου του 1911, ο Πορφίριο Ντίας παραιτείται και εξορίζεται στη Γαλλία και στις 7 Ιουνίου, ο Φρανσίσκο Μαδέρο μπαίνει θριαμβευτής στην πόλη του Μεξικού. Η ηγεσία αλλάζει όνομα, αλλά όχι στάση και μάλιστα την εποχή που οι επαναστάτες κυριαρχούν στην ύπαιθρο.
Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, ξεκίνησε την πολιτική του διαδρομή όταν εκλέχτηκε πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου του Ανενεκουίλκο. Ήταν 30 χρονών και είχε λίγη γη στην κατοχή του –δεν ήταν πλούσιος, αλλά δεν ήταν και φτωχός αγρότης. Ήταν φημισμένος δαμαστής αλόγων, αυτό είχε σαν κύρια εργασία. Αγωνιζόταν για την εξασφάλιση της κοινοτικής γης, ενάντια στον κυβερνήτη της πολιτείας που εξέδιδε νόμους φιλικούς προς τους γαιοκτήμονες και άρπαζε συνεχώς τα κοινοτικά εχίδος. Αφού εξάντλησε τα νόμιμα μέσα, μάζεψε καμιά ογδονταριά χωρικούς και πήραν με τη βία τη γη που τους ανήκε. Μετά άρχισαν να την καλλιεργούν και να την περιφρουρούν –μέχρι που η κυβέρνηση τους την παραχώρησε με ένα ευνοϊκό διάταγμα. Αυτή ήταν η πρώτη του νίκη στον αγώνα για την επιστροφή της γης.
Ο Φραγκίσκο Βίγια ήταν αγρότης του βορρά που είχε βγει στην παρανομία μετά από διαμάχες με τους τοπικούς φεουδάρχες. Είχε οργανώσει αντάρτικες ομάδες στα βουνά, οι οποίες χτυπούσαν αιφνιδιαστικά, έκλεβαν ζώα και μετά εξαφανίζονταν. Αυτές οι ομάδες είχαν υποστήριξη από τα χωριά και, από την πλευρά τους, χρησιμοποιούσαν το σύστημα «κλέβω από τους πλούσιους και τα δίνω στους φτωχούς». Όλα αυτά μέχρι να ενταχθεί στον στρατό του Μαδέρο, όπου έγινε Διοικητής Μεραρχίας.
Οι επαναστατικοί στρατοί, αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους στον Μαδέρο, όσο αυτός δεν έκανε αναδιανομή της γης και, στις 28 Νοεμβρίου του 1911 υπογράφτηκε το Σχέδιο της Αγιάλα. Η πλήρης ονομασία του ήταν «Απελευθερωτικό Σχέδιο των τέκνων της πολιτείας Μορέλος, μελών του Εξεγερμένου Στρατού που προασπίζουν την εκπλήρωση του Σχεδίου του Σαν Λουίς Ποτοσί, με τις μεταρρυθμίσεις που έκριναν κατάλληλες προς μεγαλύτερο όφελος της Μεξικανικής Πατρίδας». Το σχέδιο προέβλεπε την πλήρη διανομή της γης στους αγρότες και τις αγροτικές κοινότητες. Υπογράφηκε από 7 στρατηγούς, 17 συνταγματάρχες, 34 λοχαγούς και έναν υπολοχαγό του ζαπατικού στρατού. Όλοι σχεδόν ήταν αγρότες, εκτός από τον Μοντάνιο κι ένα ακόμα άτομο και οι περισσότεροι μόλις που γνώριζαν να γράφουν το όνομά τους. Ο Χιλντάρδο Μαγκάνια περιγράφει την ιστορική στιγμή, κατά την οποία ξεκίνησε μια επανάσταση με σοσιαλιστικό χαρακτήρα, νωρίτερα ακόμα και από τη ρωσική επανάσταση:
«Όλοι οι ζαπατικοί διοικητές που δρούσαν σ’ εκείνη την περιοχή έλαβαν διαταγές να συγκεντρωθούν το συντομότερο στην οροσειρά της Αγιοσούστλα … (που) μεταμορφώθηκε σ΄ ένα ζωηρό επαναστατικό στρατόπεδο, όπου πλήθος ανδρών, με σταυρωτά στο στήθος τα φισεκλίκια μισογεμάτα με φυσίγγια και στο ροζιασμένο και σκούρο χέρι την καραμπίνα ακόμα να μυρίζει μπαρούτι, στριμώχνονταν σ΄ ένα πολύχρωμο σύνολο, σχολιάζοντας τα πρόσφατα γεγονότα και ρωτώντας ο ένας τον άλλο για το σκοπό εκείνης της συνάντησης, που όλοι προαισθάνονταν ότι ήταν σημαντική.
Στο εσωτερικό της καλύβας που τους είχε χρησιμεύσει ως κατάλυμα, ο στρατηγός Ζαπάτα και ο καθηγητής Μοντάνιο συζητούσαν για πράγματα που οι άλλοι απέξω δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν, παρά τη λαχτάρα και περιέργειά τους. Τελικά ο πρώτος, πάντα σοβαρός μέσα στην ευγένειά του, όρθιος στη ζέστη της πόρτας της καλύβας είπε:
-Όσοι δεν φοβούνται, να περάσουν να υπογράψουν! …
Και αμέσως μετά, ο Μοντάνιο, όρθιος δίπλα σ΄ ένα ξύλινο, μικρό και χοντροκομμένο τραπέζι, που το διατηρούν οι κάτοικοι της Αγιοσούστλα σαν ιστορικό κειμήλιο, με την άγρια και βαριά φωνή του και τον τόνο του επαρχιώτη δασκάλου, διάβασε το Σχέδιο της Αγιάλα.
Όλοι οι παρόντες υποδέχτηκαν το ντοκουμέντο με ξέσπασμα ενθουσιασμού και οι διοικητές και αξιωματικοί το υπέγραψαν συγκινημένοι».
Ο Μαδέρο είναι Πρόεδρος της χώρας αλλά δεν έχει την εξουσία. Οι επαναστάτες διακρίνουν σε αυτόν, έναν ακόμα προδότη –μετά τη συμφωνία του με τον Ντίας και ο Αρχιστράτηγος του Στρατού Επιχειρήσεών του, ο Βικτοριάνο Ουέρτα, τον δολοφονεί. Γίνεται και πρόεδρος της χώρας αλλά η ύπαιθρος εξακολουθεί να βράζει. Όσο κι αν προσπαθεί ο Ουέρτα να προσελκύσει τη Μεραρχία του Βορρά και όσο κι αν δίνει αξιώματα, γη, χρήματα και εγγυήσεις στον Ζαπάτα –δεν καταφέρνει να κερδίσει την υποστήριξή τους.
Και τότε εμφανίζεται ο Βενουστιάνο Καρράνσα –πρώην υποστηρικτής του Ντίας, γαιοκτήμονας και γερουσιαστής της πολιτείας Κοαουίλα –ο οποίος ξεκινάει καινούργιο πραξικόπημα κατά του Ουέρτα. Μια ακόμα κομβική μορφή στην ιστορία της μεξικάνικης επανάστασης είναι ο στρατηγός Αλβάρο Ομπρεγόν, ο οποίος αποφασίζει να προσφέρει τη στήριξή του στον Καρράνσα. Και στις 15 Αυγούστου του 1914 μπαίνει θριαμβευτής στην πόλη του Μεξικού προσφέροντας τη διακυβέρνηση της χώρας στον Καρράνσα.
Συνοψίζοντας την κατάσταση, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έχουμε τους στρατούς των επαναστατών Βίγια και Ζαπάτα –οι οποίοι ελέγχουν τον Βορρά και τον Νότο αντίστοιχα και την κυβέρνηση του Καράνσα στο κέντρο, η οποία στηρίζεται από τα μικροαστικά στρώματα. Ο Ομπρεγόν προσπαθεί να εξασφαλίσει την υποστήριξη του πρώην συναγωνιστή του Βίγια –αλλά μάταια.
Χωρίς δικαίωμα ψήφου –αλλά και χωρίς επιστροφή από το Αγουασκαλιέντες
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο Καρράνσα ενημερώνει πως θα συγκαλέσει συνάντηση όλων των στρατιωτικών αρχηγών στην πόλη του Μεξικού. Ο Ομπρεγόν πηγαίνει την πρόσκληση στον Βίγια, ο οποίος βλέπει πως δεν υπάρχει στα περιεχόμενα της συνάντησης ούτε κουβέντα για το αγροτικό ζήτημα, θεωρεί την όλη κίνηση ως ραδιουργία και είναι έτοιμος να εκτελέσει τον Ομπρεγόν επιτόπου. Δυστυχώς, ο Ομπρεγόν γλιτώνει με την παρέμβαση των αξιωματικών του Βίγια. Και μεσολαβεί στον Καρράνσα προκειμένου να γίνει η συνάντηση σε «ουδέτερο έδαφος» και συγκεκριμένα στην πόλη Αγουασκαλιέντες.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1914 ξεκινάει τις εργασίες της η Στρατιωτική Συνέλευση του Αγουασκαλιέντες, στην οποία παίρνουν μέρος οι αντιπρόσωποι του Καράνσα, υπό τη διεύθυνση του Ομπρεγόν, ο Βίγια και οι αξιωματικοί του. Λίγες μέρες μετά την εγκατάστασή της, η Συνέλευση ανακηρύσσεται κυρίαρχη και αποφασίζει να ορίσει μια επιτροπή που θα καλέσει τον Ζαπάτα να στείλει αντιπροσώπους του. Πράγματι, στις 27 Οκτωβρίου ενσωματώνεται στη Συνέλευση η ζαπατική επιτροπή, μόνο με δικαίωμα λόγου αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου –αφού ο Ζαπάτα, για να στείλει κανονική αντιπροσωπία έχει θέσει ως όρο της έγκριση των αρχών του Σχεδίου της Αγιάλα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Συνέλευση παραπαίει. Το κλίμα αλλάζει με την ενσωμάτωση των ζαπατικών και στις 28 Οκτωβρίου, έξω από κάθε σχέδιο, η Συνέλευση εγκρίνει ομόφωνα τα κυριότερα άρθρα του Σχεδίου της Αγιάλα. Ο Καρράνσα βλέπει την παγίδα και προσπαθεί να κωλυσιεργήσει αλλά η Συνέλευση δεν μπορεί να εμποδιστεί. Στις 30 Οκτωβρίου αποφασίζεται η παύση του Καρράνσα, αλλά και του Βίγια από τη θέση του διοικητή της Μεραρχίας του Βορρά και συστήνεται μια επιτροπή διακυβέρνησης. Την 1η Νοεμβρίου εκλέγεται προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Εουλάλιο Γκουτιέρες με την στήριξη βιγικών και ζαπατικών.
Στις 3 Νοεμβρίου, ο Βίγια προτείνει τη λύση, σύμφωνα με αυτόν, της διένεξής του με τον Καράνσα. Ούτε εκτοπισμός στην Αβάνα, όπως πρότεινε ο Καρράνσα, ούτε απλώς αποπομπή και των δυο –ο Βίγια προτείνει στη Συνέλευση να αποφασίσει να τουφεκίσει και τους δυο ταυτόχρονα, για να τελειώνουν με τα προβλήματα. Περιττό να ειπωθεί πως η πρόταση έγινε δεκτή πανηγυρικά από τη Συνέλευση και, φυσικά, δεν πάρθηκε καμιά απόφαση.
Στις 10 Νοεμβρίου, ο Γκουτιέρες κηρύσσει στασιαστή τον Καρράνσα και διορίζει αρχηγό επιχειρήσεων τον Βίγια. Ο Καράνσα έχει ήδη αποσυρθεί στη Βερακρούς και κηρύσσει, με τη σειρά του, στασιαστές τα μέλη της Συνέλευσης. Ο Βίγια αποφασίζει να βαδίσει προς την πόλη του Μεξικού και ζητάει από τον Ζαπάτα να μπλοκάρει τον Καράνσα στη Βερακρούς.
Στις 3 Δεκεμβρίου μπαίνουν στην πόλη του Μεξικού τα στρατεύματα της Μεραρχίας του Βορρά, μαζί με την Συνέλευση και την κυβέρνησή της –ενώ την επόμενη μέρα γίνεται η συνάντηση του Βίγια με τον Ζαπάτα στο Σοτσιμίλκο.
Οι αγροτικοί στρατοί καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα και κατέχουν πλέον, σχεδόν το σύνολο της χώρας, ενώ οι δυνάμεις του Καράνσα είναι μια στρατιωτική φράξια ηττημένη, πεταμένη πάνω σε μια λωρίδα ακτής -με καταφύγιο το λιμάνι του Βερακρούς. Όλη η χώρα έχει μετατοπιστεί προς τα αριστερά, κάτω από τη σφοδρή ώθηση των επαναστατών. Ο Ζαπάτα με τον Βίγια ποζάρουν στο Προεδρικό Μέγαρο –κάθονται και στην Προεδρική καρέκλα για να κάνουν πλάκα. Η επανάσταση έχει νικήσει αλλά δεν έχει θριαμβεύσει. Και γι’ αυτό η διάλυση είναι κοντά.
«Θα γυρίσω, θα γυρίσω και θα σε γδάρω μπάσταρδε»
Οι αγρότες που αποτελούν τους στρατούς των Ζαπάτα και Βίγια έχουν εξεγερθεί ζητώντας πίσω τη γη που τους ανήκε. Γι΄αυτό και κυριαρχούν στην ύπαιθρο αλλά μοιάζουν αμήχανοι όταν μπαίνουν στις πόλεις. Το εργατικό κίνημα δεν είναι τόσο ισχυρό και, στην ουσία, οι αγρότες δεν ξέρουν τι να κάνουν με την εξουσία που διαθέτουν. Η κυβέρνηση που έχει προκύψει, αποτελείται από ανίσχυρους μικροαστούς που κατέχουν τις θέσεις αλλά δεν διαθέτουν πραγματική εξουσία. Είναι μια κυβέρνηση ομήρων, παγιδευμένη στην πόλη του Μεξικού –χωρίς όραμα και χωρίς διάθεση για μεταρρυθμίσεις. Δεν αργεί λοιπόν να ξεσπάσει κρίση η οποία δίνει την αφορμή στα μέλη της κυβέρνησης να λιποτακτήσουν και, στη συνέχεια, να ενσωματωθούν στις δυνάμεις του Καρράνσα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαμάχη μεταξύ του στρατηγού Χουάν Μπαντέρας, οπλαρχηγού του Βίγια με το παρατσούκλι «ο Καμπούρης» και του Υπουργού Παιδείας Χοσέ Βασκονσέλος. Μια μέρα ο Βίγια μαθαίνει πως ο Καμπούρης ψάχνει σε όλη την πόλη τον Υπουργό για να του την «μπουμπουνίσει». Ο Γκουτιέρες διαμαρτύρεται έντονα και ο Ζαπάτα καλεί στον οπλαρχηγό του σε απολογία. Ο Καμπούρης λέει πως, πριν την επανάσταση, ήταν φυλακισμένος στην πόλη του Μεξικού για μια κτηματική υπόθεση. Τότε ο Βασκονσέλος προσφέρθηκε να τον υπερασπιστεί, του απέσπασε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και μετά εξαφανίστηκε. Ο Καμπούρης είχε μαζέψει αυτά τα χρήματα με πολλές θυσίες και οικογενειακές στερήσεις.
Ο Βίγια του πρότεινε να αφήσει ήσυχο τον Υπουργό και θα αποζημιωνόταν για τα χρήματα που είχε χάσει, αλλά ο Καμπούρης είπε πως δεν τον ενδιέφεραν καθόλου τα χρήματα πλέον –αλλά δεν μπορούσε να είναι υπεύθυνος για τη διαπαιδαγώγηση των νέων κάποιος τόσο διεφθαρμένος. Και γι΄αυτό, όπου τον έβρισκε θα τον «χαλούσε» εκείνο τον «δικηγοράκο» για να κάνει ένα καλό στη νεολαία του Μεξικού.
Ο Βίγια πείστηκε, κάλεσε τον Βασκονσέλος και του πρότεινε να εγκαταλείψει την πόλη του Μεξικού και να μετατεθεί σε άλλη θέση στην επικράτεια, γιατί, εάν παρέμενε, ο Καμπούρης θα τον σκότωνε, επειδή ήταν «ένας άντρας δίκαιος» και δεν μπορούσες να παίζεις μαζί του. «Εσείς θερίζετε ότι έχετε σπείρει» του είπε ο Βίγια. Ο Βασκονσέλος την κοπάνησε και εντάχθηκε στις δυνάμεις του Καρράνσα. Αλλά και η υπόλοιπη κυβέρνηση διαλυόταν.
Αποφάσισαν λοιπόν να αφήσουν τον Βίγια ήσυχο και να φθείρουν τους ζαπατικούς που δεν είχαν τόση μεγάλη δύναμη μέσα στην πόλη και, επιπλέον εκνεύριζαν τους μικροαστούς λόγω της καθαρά αγροτικής καταγωγής τους. Η εντολή προς τους αξιωματούχους της κυβέρνησης ήταν:
«Εναντίον του Βίγια, δεν θα καταφέρουμε τίποτα προς το παρόν. Για ποιο λόγο μας χρειάζεται αν όχι για σημαία; Όμως με τους ζαπατικούς, τα πράγματα αλλάζουν. Αν σας ζητήσουν χρήματα, δώστε τους, δώστε τους προσέχοντας μόνο να μην ξεφύγουν από το λογαριασμό –όμως αν σας ζητήσουν όπλα ή πυρομαχικά ή τραίνα, ούτε νερό να μην τους δώσετε» (Μαρτίν Λουίς Γκουσμάν).
Προσπαθώντας να εκτελέσουν τέτοιου είδους διαταγές, οι κυβερνητικοί έρχονταν σε σύγκρουση με τους επαναστάτες. Για παράδειγμα:
«Μια ομάδα από δαύτους, απογοητευμένοι που δεν είχαν εξασφαλίσει αυτό που επιθυμούσαν, με εκδικήθηκαν χορεύοντας στην αίθουσα αναμονής, τρομοκρατώντας τα 50 άτομα που ήταν εκεί παρόντα, κάτι που θα μπορούσε να ονομάζεται ‘ο χορός του τουφεκιού και του πιστολιού’. Και αυτοί ήταν από τους πιο ήρεμους –αφού άλλοι, χωρίς να υπεκφεύγουν, απλώς με απειλούσαν με θάνατο, όπως ο στρατηγός που μου ζητούσε τρένα για να σπεύσει προς βοήθεια του χωριού Αμοσόκ, που του είχαν επιτεθεί οι καρρανσικοί. Εγώ τον διαβεβαίωνα ότι δεν διαθέταμε ατμομηχανές, αυτός επέμενε ότι υπήρχαν και όταν, τελικά, εν είδει συμβιβασμού, του πρόσφερα μια πολύ παλιά και σχεδόν άχρηστη –τόσο παλιά που ακόμα έκαιγε ξύλα –εξοργίστηκε τόσο, που μου είπε, εντελώς εν ψυχρώ:
-Εντάξει αφεντικό παίρνω αυτή. Όμως αλίμονο σου μπάσταρδε, αν μου τη φέρεις! Γιατί τότε θα έρθω και θα σε μαυρίσω.
Ακούγοντας τη βρισιά, άρπαξα ένα κρυστάλλινο πρες παπιέ που ήταν πάνω στο τραπέζι μου και έκανα να του το πετάξω στο κεφάλι, ενώ τον ρωτούσα έξαλλος:
-Ποιόν είπες μπάσταρδο;
-Τίποτα αφεντικό, τίποτα –μην αρπάζεσαι, μια κουβέντα ήταν. Όμως για τα υπόλοιπα δεν κάνω πίσω –έτσι και πας να μου τη φέρεις, θα γυρίσω, θα γυρίσω και θα σε γδάρω» (Μαρτίν Λουίς Γκουσμάν).
Τα μικροαστικά στρώματα απέσυραν με γοργούς ρυθμούς την στήριξή τους προς τους επαναστάτες, τα μέλη της κυβέρνησης την κοπανάνε από την πόλη του Μεξικού και ο Ομπρεγόν, βλέποντας καθαρά την αλλαγή συσχετισμών προσφέρει πλήρη στήριξη στον Καρράνσα. Τα πάντα είναι τόσο απλά και γι’ αυτό τρομερά δύσκολα. Αρκεί μια συντονισμένη επίθεση των στρατών των Βίγια και Ζαπάτα –οι δυνάμεις του Καρράνσα είναι ακόμα ασυντόνιστες και οι επαναστάτες υπερτερούν αριθμητικά. Με μια επίθεση θα πετούσαν τους καρρανσικούς στη θάλασσα. Αλλά οι επαναστάτες δεν το κάνουν –διστάζουν και κωλυσιεργούν. Γιατί; Προφανώς, επειδή δεν αισθάνονται άνετα να πολεμούν μακριά από τη γη τους. Δεν έχουν καμιά διάθεση να υπερασπιστούν την κρατική εξουσία –θέλουν απλά τη γη που τους ανήκει και η Βέρακρους είναι κάτι μακρινό και αόριστο. Ο τοπικιστικός χαρακτήρας της επανάστασης, που την προσδιόρισε από την αρχή –τώρα θα την οδηγήσει στην κατάρρευση. Αυτό φαίνεται και από τις αποφάσεις του Βίγια στην πόλη του Μεξικού. Τα συνδικάτα των εργαζομένων ζητούν, ο Βίγια προσπαθεί, αλλά δεν έχει αποκρυσταλλωμένες θέσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που δημιουργείται χάος, διακοπές παροχής ηλεκτρισμού ή υδροδότησης.
Οι επαναστάτες πεθαίνουν όρθιοι
Ο Ομπρεγόν εκμεταλλεύεται την έλλειψη συγκεντρωτικής διοίκησης στους στρατούς των επαναστατών, διακρίνει πως οι σχέσεις των Βίγια και Ζαπάτα περνούν κρίση –λόγω των δολιοφθορών που έχει προκαλέσει η κυβέρνηση στους ζαπατικούς και καταλαμβάνει αιφνιδιαστικά την Πουέμπλα. Πρόκειται για πόλη στην οποία δεν έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις η αγροτική μεταρρύθμιση –και για την οποία ο Ζαπάτα αδιαφορεί.
Μετά την Πουέμπλα, ο Ομπρεγόν δεν καθυστερεί με τους ζαπατικούς αλλά χτυπάει κατευθείαν την Πόλη του Μεξικού από την οποία λείπουν τα στρατεύματα του Βίγια. Καταλαμβάνει την Πόλη του Μεξικού και κόβει, για μια ακόμα φορά, τους επαναστάτες στη μέση. Μόνο που υπάρχει μια διαφοροποίηση στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η πόλη του Μεξικού καταλαμβάνεται από έναν επαναστατικό στρατό (γιατί τέτοιος θεωρούνταν ο στρατός του Ομπρεγόν) –ο οποίος μπαίνει στην πόλη και υπόσχεται μεταρρυθμίσεις. Αλλά, επειδή η συγκεκριμένη ηγεσία προέρχεται από τα αστικά στρώματα, οι Καρράνσα και Ομπρεγόν εξασφαλίζουν την στήριξη ακόμα και των εργατών της πόλης του Μεξικού. Στις 8 Φεβρουαρίου του 1915 γίνεται συνέλευση στον Οίκο του Παγκόσμιου Εργάτη, όπου συγκρούονται δυο τάσεις: αυτή που υποστηρίζει τον Καρράνσα και οι υποστηρικτές του Ζαπάτα. Οι πρώτοι υπερισχύουν μετά από συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα «Ερυθρά Τάγματα» που τα επανδρώνουν εργάτες και θα συμμετάσχουν στην εκστρατεία κατά των Βίγια και Ζαπάτα. Οι διαφωνούντες διοργανώνουν απεργίες και κινητοποιήσεις κατά αυτής της απόφασης.
Ο Ομπρεγόν, ασχολήθηκε κατά πρώτο λόγο με τον Βίγια και κατάφερε, μετά την εκστρατεία στον Βορρά να καταλάβει τις κυριότερες πόλεις του βιγισμού. Οι δυνάμεις του Βίγια αποσύρθηκαν στα βουνά, η αντίσταση συνεχιζόταν στην ύπαιθρο, αλλά η περίφημη Μεραρχία του Βίγια γνώριζε μέρες παρακμής, χάνοντας συνεχόμενες μάχες. Την ίδια στιγμή, οι ζαπατικοί ασχολούνταν με την οργάνωση του νότου –αποκομμένοι εντελώς από τις συγκρούσεις του Βορρά. Στις αρχές του 1916, μόνο μερικές εκατοντάδες άντρες είχαν απομείνει στον Βίγια –ο οποίος πήρε πάλι τον δρόμο για τα βουνά, απ’ όπου συνέχισε την αντίσταση για τέσσερα ακόμα χρόνια.
Ήδη από τις αρχές του 1916, οι αντάρτικες ομάδες του Βίγια είχαν διάφορα επεισόδια με τους Βορειοαμερικάνους –των οποίων η κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει τον Καρράνσα και βοηθούσε υλικά-οικονομικά τον στρατό του Ομπρεγόν. Τον Ιανουάριο του 1916, ο Πάμπλο Λόπες –επιτελής τους στρατού του Βίγια –σταμάτησε ένα τρένο στη Σάντα Ισαβέλ της Τσιουάουα και εκτέλεσε 17 Βορειοαμερικάνους επιβάτες. Αυτό το επεισόδιο, που ξεσήκωσε κατακραυγή στις ΗΠΑ, γρήγορα πέρασε σε δεύτερο πλάνο από ένα χτύπημα πολύ πιο τολμηρό. Στις 9 Μαρτίου του 1916, πεντακόσιοι στρατιώτες, με τον Πάντσο Βίγια επικεφαλής, διέσχισαν τα σύνορα και επιτέθηκαν στη βορειοαμερικάνικη κωμόπολη Κολόμπους, αποσυρόμενοι κατόπιν στη μεξικανική πλευρά. Στην εξάωρη μάχη πέθαναν περισσότεροι από 100 Μεξικάνοι και 19 Βορειοαμερικάνοι.
Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες αυτής της «εισβολής» -η πρώτη και μοναδική εισβολή στο έδαφος των ΗΠΑ μέχρι σήμερα –εκ μέρους του Πάντσο Βίγια. Κάποιοι λένε ότι έγινε έξαλλος από τη δολοφονία μιας ομάδας Μεξικανών εργαζομένων που έμπαιναν στις ΗΠΑ, τους οποίους έκαψαν ζωντανούς πυρπολώντας μια δεξαμενή βενζίνης, όπου τους έλουζαν ως «υγειονομικό μέτρο». Άλλοι λένε πως ήταν αντίποινα για τη στήριξη του Ουίλσον στον Καρράνσα. Κάποιοι υποστήριξαν πως ήταν προβοκάτσια ενός κομματιού της αστικής τάξης των ΗΠΑ, που κατάφερε να ωθήσει τον Βίγια σε αυτή την ενέργεια –για να αποκτήσουν οι ΗΠΑ έρεισμα εισβολής στο Μεξικό. Το πιο πιθανό είναι, πως η ενέργεια του Βίγια αποσκοπούσε στο σαμποτάρισμα των οικονομικών συμφωνιών μεταξύ Ουίλσον και Καρράνσα –οι οποίες θα μετέτρεπαν το Μεξικό σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ.
Με μια αισιοδοξία, τόσο μακρινή από την πραγματικότητα, ο Βίγια στέλνει γράμμα στον Ζαπάτα και τον καλεί να έρθει με τα στρατεύματά του στον Βορρά και να επιτεθούν μαζί στις ΗΠΑ:
«…το ξεπούλημα της Πατρίδας είναι γεγονός, και κάτω από αυτές τις συνθήκες … αποφασίσαμε να μη χαραμίσουμε ούτε ένα φυσίγγιο παραπάνω στους Μεξικάνους αδερφούς μας και να προετοιμαστούμε και να οργανωθούμε κατάλληλα ώστε να επιτεθούμε στους Αμερικάνους στα ίδια τους τα λημέρια και να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι το Μεξικό είναι γη ελεύθερων και τάφος θρόνων, στεμμάτων και προδοτών.
Καθώς η μετακίνησή μας προς τις ΗΠΑ μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από το βορρά, δεδομένου ότι δεν έχουμε πλοία, σας παρακαλώ να μου πείτε αν είστε σύμφωνος να έρθετε εδώ με όλα τα στρατεύματά σας και σε ποια ημερομηνία, για να έχω την ευχαρίστηση να έρθω προσωπικά και να σας συναντήσω και μαζί να ξεκινήσουμε το έργο της ανασυγκρότησης και επέκτασης του Μεξικού, αντιμετωπίζοντας και τιμωρώντας τον αιώνιο εχθρό μας, για τον οποίο θα πρέπει πάντοτε να υποδαυλίζουμε το μίσος και να τους προκαλούμε δυσκολίες και μνησικακίες μέσα στη φυλή μας». Αυτό ήταν το γράμμα ενός επαναστάτη που έχανε τον πόλεμο, αλλά όχι το δικαίωμα να ονειρεύεται ελεύθερος.
Και επειδή τα όνειρα δεν πάνε χαμένα μόνο όταν κάποιος παλέψει για την υλοποίησή τους κόντρα στη λογική –ο Βίγια κατάφερε να ματαιώσει, έστω πρόσκαιρα, τις συμφωνίες ξεπουλήματος του Μεξικού στις ΗΠΑ. Γιατί, όπως το είχε υπολογίσει, στις 15 Μαρτίου του 1916, ένα εκστρατευτικό σώμα Αμερικάνων εισέβαλε στο Μεξικό –σε μια «εκστρατεία αντιποίνων». Επικεφαλής ήταν ο στρατηγός Πέρσινγκ και συμμετείχαν οι ανθυπολοχαγοί Αϊζενχάουερ και Πάτον (ναι, οι γνωστοί). Οι δυνάμεις του Βίγια αποσύρθηκαν και πάλι στα βουνά, οι Αμερικάνοι δεν κατάφεραν τίποτα άλλο εκτός από το να προκαλέσουν συνθήκες σύρραξης μεταξύ Μεξικού και ΗΠΑ και τη λαϊκή αντίδραση των Μεξικανών στους οποίους κυριαρχούσε το σύνθημα «Ζήτω ο Βίγια!». Αυτή ήταν η τελευταία νίκη, σε πολιτικό επίπεδο, της περίφημης Μεραρχία του Βορρά. Το εκστρατευτικό σώμα των ΗΠΑ, αποσύρθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1917, έχοντας καταφέρει μόνο να τορπιλίσει τις συμφωνίες ΗΠΑ-Μεξικού. «Τι νόμιζαν αυτοί οι Αμερικάνοι/ ότι να πολεμάς είναι χορός και καρναβάλι;/ Με τα πρόσωπα γεμάτα ντροπή/ γύρισαν όλοι πίσω στη χώρα τους και πάλι», θα αφηγούνταν αργότερα ένα διάσημο κορρίδο.
Μετά την επικράτηση του στρατού του Ομπρεγόν στο Βορρά, ήρθε η σειρά του Νότου. Μια ακόμα εκστρατεία οργανώθηκε κατά της «Κομμούνας της Μορέλος» η οποία κυριαρχούσε πολιτικά στο Νότο. Επικεφαλής ορίστηκε ο στρατηγός Πάμπλο Γκονσάλες –γνωστός «χασάπης» από την κατάληψη των κεντρικών γραφείων του Οίκου του Παγκόσμιου Εργάτη στο παλιό Τζόκεϊ Κλαμπ της πόλης του Μεξικού. Ο Γκονσάλες εισέβαλε στην πολιτεία της Μορέλος και έκαψε τα πάντα. Οι ζαπατικοί είχαν αποσυρθεί στα βουνά και ήταν έτοιμοι να δώσουν τη μάχη εκεί –ενώ τα στρατεύματα του Γκονσάλες καταλάμβαναν έρημες πόλεις και σκότωναν, βίαζαν, βασάνιζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους.
Ο Γουόμακ παραθέτει έναν ανώνυμο μάρτυρα της φυγής των χωρικών προς τα βουνά –για να γλιτώσουν τα αντίποινα των συνταγματικών, εκείνες τις μέρες του Μαΐου του 1916: «Η Τεούσλα … παρουσίαζε την όψη ενός πανηγυριού, όμως ενός πανηγυριού πόνου και οργής. Τα πρόσωπα ήταν φρενιασμένα, μουρμούριζαν κάποιες λέξεις και όλοι είχαν στην άκρη των χειλιών μια φορτισμένη φράση για τους συνταγματικούς. Στις συζητήσεις, εναλλάσσονταν τα σχόλια των ειδήσεων με τις πληροφορίες που ζητούσαν εκατέρωθεν οι πρόσφυγες για δρόμους, χωριά, αποσπάσματα στρατοπεδευμένα στις πιο απότομες πλαγιές της οροσειράς, απρόσιτες, άγνωστες, για να πάνε ως εκεί και να αφήσουν τις οικογένειές τους… Έμοιαζε σαν να είχε συγκεντρωθεί εκεί μια και μόνη οικογένεια. Οι πάντες μιλούσαν με απόλυτη εμπιστοσύνη, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και απευθύνονταν στον ενικό, άντρες και γυναίκες που ποτέ πριν δεν είχαν ιδωθεί». Όμως ο ανώνυμος μάρτυρας προσθέτει ότι η πλειοψηφία, από τη στιγμή που άφηναν τις οικογένειές τους σε μέρη «απρόσιτα», επέστρεφαν «για να διεκδικήσουν από τον εχθρό τη γη που τους ποδοπατούσε». Από αυτή την αποφασιστικότητα προέκυψε η αναζωπύρωση, προς έκπληξη του εχθρού, της ζαπατικής αντίστασης των επόμενων μηνών.
Ο Γκονσάλες ακύρωσε τη διανομή της γης και οι αξιωματικοί του στρατού του θησαύριζαν με αγοραπωλησίες χωραφιών. Πίστευε πως είχε νικήσει, αλλά δεν ήταν έτσι. Ο στρατός είχε καταλάβει τα χωριά, αλλά 20.000 ζαπατικοί παρέμεναν στα βουνά, οργανωμένοι σε αντάρτικα, ολιγάριθμα σώματα. Όμως διχόνοια είχε ξεσπάσει και μεταξύ των ζαπατικών –όπου η ριζοσπαστική πτέρυγα βρισκόταν σε αμφισβήτηση από τους συντηρητικούς που περίμεναν την πρώτη ευκαιρία για να συνθηκολογήσουν. Σε αυτό συνέβαλλε και η επιδημία γρίπης που αποδεκάτισε τον πληθυσμό –όσους είχαν απομείνει από την λαίλαπα των συνταγματικών. Ταυτόχρονα, στην πόλη του Μεξικού, ο Ομπρεγόν απομακρυνόταν από τον Καρράνσα. Στη Μορέλος, όλο και περισσότεροι αξιωματικοί του Ζαπάτα δέχονταν την αμνηστία της κυβέρνησης και γύριζαν σπίτια τους, αφήνοντας τον αρχηγό τους απομονωμένο στα βουνά –με όλο και λιγότερους άνδρες.
Τον Μάρτιο του 1919 ο Ζαπάτα, αποφασισμένος να συνεχίσει τη στρατιωτική δράση, έμαθε για τις διενέξεις που λεγόταν πως υπήρχαν ανάμεσα στον Πάμπλο Γκονσάλες και έναν από τους υφισταμένους τους, τον συνταγματάρχη ιππικού Χέσους Γκουαχάρδο. Ήταν γνωστό πως ο Γκουαχάρδο ήταν φονιάς άοπλων χωρικών –αλλά ο Ζαπάτα το αγνόησε και του ζήτησε να περάσει στις γραμμές των ζαπατικών με τους άντρες του. Φυσικά, όλη η ιστορία ήταν παγίδα που είχαν στήσει από κοινού οι Γκονσάλες και Γκουαχάρδο. Ο τελευταίος ενημέρωσε τον Ζαπάτα πως δέχεται να περάσει στις γραμμές του και συναντήθηκε μαζί του. Μάλιστα, ο Γκουαχάρδο έδωσε στον Ζαπάτα τις εγγυήσεις που αυτός ζητούσε, εκτελώντας λιποτάκτες ζαπατικούς που αποτελούσαν μέρος των στρατευμάτων του. Μετά, κανόνισαν συνάντηση στο λατιφούντιο της Τσιναμέκα, για τις 10 Απριλίου. Όπως φαίνεται, στον Ζαπάτα έφτασαν φήμες και προειδοποιήσεις ότι θα έπεφτε σε παγίδα, αλλά αυτός τις αγνόησε –αντίθετα με ότι είχε κάνει σε παλιότερες εποχές. Το αντάρτικο ένστικτό του είχε αμβλυνθεί στην απεγνωσμένη αναζήτηση συμμάχων –από όπου κι αν προέρχονταν αυτοί.
Στις 10 Απριλίου του 1919, όταν ο Ζαπάτα μπήκε με τη φρουρά του στην Τσιναμέκα, τον υποδέχτηκε στον περίβολο του λατιφουντίου μια ομοβροντία τουφεκιών. Και πέθανε εκεί, επιτόπου. Το πτώμα του μεταφέρθηκε στην Κουάουτλα για να το δει ο λαός και να μην μείνουν αμφιβολίες για τον θάνατό του.
Στον Βορρά, ο Βίγια, μετά την αποχώρηση των Αμερικάνων συνέχισε να αντιστέκεται –χωρίς ελπίδα. Σε μια από τις τελευταίες τους επιδρομές στην πόλη Οχινάγα –τον συνάντησε η Νέλι Καμπομπέγιο η οποία περιγράφει:
«Η επίθεση του Βίγια στην Οχινάγα είχε για στόχο την αγορά μερικών πραγμάτων που χρειαζόταν γι΄αυτόν και τα παλικάρια του. Φτάνοντας, οι φίλοι του τον είδαν λυπημένο και σκεφτικό. Όπως είπε, ήταν πλέον πολλά τα παλικάρια που είχαν πεθάνει: ο Καντελάριο Σερβάντες στη Ναμικίπα, πολεμώντας τους Βορειοαμερικάνους τους τελευταίους μήνες του 1916 –ο Παμπλίτο Λόπες, αυτός που έκαψε το Κολόμπους, αδερφός του Μάρτιν, που εκτελέστηκε στην Τσιουάουα, ο Χοσέ Ροντρίγκες, αρχηγός του ιππικού του, ο Φιέρρο, που ήταν ο ‘πιστός του σκύλος’, και πολλοί άλλοι που τόσο του έλειπαν. Αφού είχε αγοράσει τα αντικείμενα, τα είπαν για λίγο με τη δόνια Μαγδαλένα και της μίλησε μόνο για τα νεκρά παλικάρια στο Κολόμπους –τον Ορτίς, τον Καστίγιο, τον Βάργκας και άλλους. ‘Όμως δεν πρέπει να παραδοθούμε’, είπε ο στρατηγός Βίγια. ‘Γιατί να παραδοθούμε; Θα συνεχίσουμε μέχρι να πέσει από το δέντρο ο δον Βένους (Βενουστιάνο Καράνσα)’. Και κατόπιν έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε σέρνοντας τα σπιρούνια».
Μετά την αποτυχημένη συνεργασία με τον Φελίπε Άνχελες (που οδήγησε στην εκτέλεση του τελευταίου από τους κυβερνητικούς) και επωφελούμενος την πτώση του Καρράνσα, ο Βίγια εκτελεί την τελευταία του παράτολμη ενέργεια. Αφού ναυάγησαν οι συνομιλίες που ξεκίνησε με τον προσωρινό πρόεδρο Ντε λα Ουέρτα και ενώ ο στρατός τον κυνηγούσε, πέρασε με τα απομεινάρια της Μεραρχίας του την έρημο Μπολσόν ντε Μαπιμί (εκατοντάδες χιλιόμετρα χωρίς σταγόνα νερού) και κατέλαβε αιφνιδιαστικά τον οικισμό του Σαουσίγιο. Αυτή ήταν η προσφιλής τακτική του Βίγια –πρώτα χτυπούσε και μετά διαπραγματευόταν. Έτσι έκανε και τώρα και έτσι κατάφερε να πάρει αμνηστία, χωρίς να χάσει τον βαθμό και το αξίωμά του.
Ο Βίγια πέρασε τρία χρόνια δουλεύοντας το αγρόκτημά του στο Κανουτίγιο με τη φρουρά του. Στις 20 Ιουλίου του 1923, πήγαινε με το αυτοκίνητό του στο Παρράλ από το Κανουτίγιο, μαζί με πέντε άντρες του. Μια ομάδα που του είχε στήσει ενέδρα, άνοιξε πυρ εναντίον του σ’ ένα δρόμο της πόλης –έπεσαν πάνω από 100 πυροβολισμοί και, φυσικά, δεν έμεινε κανένας ζωντανός από όσους ήταν στο αυτοκίνητο του Βίγια.
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά, στα μέσα Ιουλίου του 1928, όταν μόλις είχε εκλεγεί για δεύτερη προεδρική θητεία, δολοφονήθηκε επίσης με πυροβολισμούς –όπως προηγουμένως ο Μαδέρο, ο Ζαπάτα, ο Καράνσα και ο Βίγια –ο τελευταίος από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης, ο στρατηγός Αλβάρο Ομπρεγόν.
Τίποτα δεν τελειώνει, ακόμα και όταν έχει τελειώσει
Η μεξικάνικη επανάσταση είχε προ πολλού ηττηθεί, αλλά τα αποτελέσματα της έμειναν ζωντανά, μέχρι την εποχή της διακυβέρνησης του Λάσαρο Κάρδενας. Και ίσως, κάτι από τις ιδέες εκείνων των ανθρώπων να έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Γι΄αυτό, μάλλον, οι σύγχρονοι Ζαπατίστας έκαναν το «βήμα πιο πέρα» με την 6η Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα. Γιατί έμαθαν από το δικό τους παρελθόν πως –όσο δύσκολο είναι να ανατρέψεις τις ελεεινές κυβερνήσεις, άλλο τόσο και ίσως, ακόμα πιο δύσκολο είναι να δώσεις πρακτική υπόσταση στις ιδέες σου. Και αυτές οι ιδέες, αυτές οι πρακτικές να αφορούν όλον τον κόσμο –όχι μόνο αυτούς που συμμετέχουν στην προσπάθεια, αλλά και αυτούς που δεν ξέρουν, δεν μπορούν και δεν περιμένουν πια.
Ο Κάρλος Φουέντες αφηγείται ότι, διασχίζοντας κάποτε μαζί με ένα Βορειοαμερικάνο συγγραφέα τα χωριά της κοιλάδας της Μορέλος «σταματήσαμε σ’ ένα ανώνυμο χωρίο, ξεχασμένο από τους οδικούς χάρτες και από τις πινακίδες κυκλοφορίας. Ρωτήσαμε έναν αγρότη πως ονομαζόταν το χωριό. Μας απάντησε: Γκαρντούνιο, σε καιρό ειρήνης –Ζαπάτα, σε καιρό πολέμου». Νομίζω πως πλέον, πολλά μέρη του Μεξικού πέρα από τα κανονικά τους ονόματα σε καιρό ειρήνης, λέγονται και «Ζαπάτα –αν θέλετε πόλεμο». Νομίζω πως οι εξεγερμένες κοινότητες της Τσιάπας, το Ατένκο και η Οαχάκα λέγονται πλέον «Ζαπάτα –αν θέλετε πόλεμο». Κι αυτό σημαίνει πως τίποτα δεν τέλειωσε και τίποτα δεν χάθηκε ακόμα.
Posted by...The Motorcycle boy at 10:43 π.μ. 11 comments
ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΑΙΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΤΕΝΚΟ
Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006
Η αλάνα, ομάδα για τα κινήματα και τις αντιστάσεις στις Αμερικές
προβάλλει την ταινία
«Ατένκο: ένα τρυφερό τείχος»
που αφηγείται τις κινητοποιήσεις,
από τον Οκτώβρη του 2001 και για ενάμισυ χρόνο,
προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία αεροδρομίου στην περιοχή του Ατένκο του Μεξικού.
Επίσης θα προβληθεί και μικρής διάρκειας βίντεο
από την εξέγερση του λαού της Οαχάκα
Η προβολή θα γίνει την Κυριακή 5 Νοεμβρίου στο Στέκι Μεταναστών, Τσαμαδού 13, στις 7.30 μ.μ.
Posted by...Ανώνυμος at 1:01 μ.μ. 0 comments
τελευταίες ειδήσεις από Οαχάκα
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΟΑΧΑΚΑ"
Η 2α Νοέμβρη θα μείνει γραμμένη στην ιστορία της Οαχάκα, η 2α Νοέμβρη είναι η ήττα του Φοξ". Με αυτά τα λόγια έκλεισε την ενημέρωση για τις σημερινές συγκρούσεις και την ήττα της ομοσπονδιακής αστυνομίας, ένας από τους εκπροσώπους της Λαϊκής Συνέλευσης των Λαών της Οαχάκα (APPO).
Μετά απο έξι ώρες συγκρούσεων η APPO κατάφερε να απωθήσει την ομοσπονδιακή αστυνομία η οποία γύρω στις 2 η ώρα Μεξικού βρέθηκε περικυκλωμένη από πέντε μεριές από τον λαό της Οαχάκα και για να αποσυρθεί χρειάστηκε τη βοήθεια ελικόπτερου που της άνοιγε δρόμο ρίχνοντας δακρυγόνα.
Οι συγκρούσεις άρχισαν από το πρωί όταν η ομοσπονδιακή αστυνομία επεχείρησε να εισβάλλει στο πανεπιστήμιο. Στόχος να καταληφθεί ένας από τους πιο σημαντικούς πόλους αντίστασης στην Οαχάκα καθώς και να σιωπήσει και να καταστραφεί το Ράδιο Ουνιβερσιδάδ που μέσα στο χάος και τον τρόμο των τελευταίων ημερών καταφέρνει να εμψυχώνει, να εμπνέει και να συντονίζει τον αγώνα του λαού της Οαχάκα.
Χιλιάδες πάνοπλοι αστυνομικοί υποστηριζόμενοι από αύρες και ελικόπτερα βρέθηκαν αντιμέτωποι με φοιτητές, καθηγητές και κόσμο που ήταν μέσα στο πανεπιστήμιο. Αντιμετωπίστηκαν με πέτρες και μολότωφ ενώ οι ίδιοι (καθώς και αστυνομικοί της δημοτικής αστυνομίας) έφεραν όπλα.
Το Ράδιο Ουνιβερσιδάδ σήμανε γενικό συναγερμό. Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει στους δρόμους. Επί ώρες χτυπούσαν τις καμπάνες των εκκλησιών και τα κλάξον των αυτοκινήτων ανταποκρινόμενοι στις δραματικές εκκλήσεις του Ράδιο Ουνιβερσιδάδ. Η ομοσπονδιακή αστυνομία κατάφερε να σπάσει τα οδοφράγματα και να φτάσει στην πύλη του πανεπιστημίου. Άνθρωποι της δημοτικής αστυνομίας μπήκαν στον περίβολο του πανεπιστημίου και πυροβολούσαν τους φοιτητές. Τα ελικόπτερα πετούσαν πάνω από το πανεπιστήμιο ρίχνοντας δακρυγόνα.
Γύρω στις 8 ώρα Ελλάδας όλα φαίνονταν χαμένα και όλοι μιλούσαν για ένα νέο μακελειό. Φοιτητές, καθηγητές, οι άνθρωποι του Ράδιο Ουνιβερσιδαδ, όλοι όσοι ήταν μέσα αρνούνταν να το παραδώσουν και συνέχιζαν ην αντίσταση. Όμως η υπεροπλία των δυνάμεων ασφαλείας ήταν συντριπτική.
Ο κόσμος όμως στην Οαχάκα έχει χάσει πια τον φόβο. Εκεί καταλάβαμε πόσο μεγαλειώδες είναι αυτό το κίνημα. Και πόσο οργανωμένο. Χιλιάδες κόσμου, μετά από έκκληση της APPO, άρχισαν να συρρέουν οργανωμένα προς το πανεπιστήμιο. Από πέντε μεριές. Και η ομοσπονδιακή αστυνομία που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε τη νίκη στο χέρι, βρέθηκε περικυκλωμένη. Θα μπορούσε να επιχειρήσει ένα μακελειό; Πιστεύουμε πως ούτε επιχειρησιακά μπορούσε, ούτε και πολιτικά. Ήταν μία νίκη της APPO.
Το Ράδιο Ουνιβερσιδάδ και το πανεπιστήμιο είναι σύμβολα αντίστασης για τον λαό της Οαχάκα. Η σημερινή σύγκρουση ήταν η πιο ανοιχτή σύγκρουση που επιχειρήθηκε στους πέντε μήνες της εξέγερσης. Ήταν σημαντικό να σπάσει αυτός ο πόλος αντίστασης . ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ! Η APPO κάλεσε τον λαό να ξανασηκώσει τα οδοφράγματα στην πόλη. Αυτή η πόλη είναι δική τους, είναι του λαού της Οαχάκα και σήμερα το απέδειξαν. Μπορεί η αστυνομία ως άλλος στρατός κατοχής να κατέλαβε το ιστορικό κέντρο αλλά η πόλη ελέγχεται από την APPO.
Αυτή η ήττα μπορεί να τους κάνει πιο σκληρούς. Σήμερα κατέφτασαν στο αεροδρόμιο της Οαχάκα τρεις χιλιάδες αστυνομικοί ακόμα. Πρέπει τις επομενες μέρες να είμαστε σε "επιφυλακή".
Η κυβέρνηση του Φοξ έχει πολλά χρωστούμενα στον Ουλίσες Ρουίς. Οι διακριτικές εκκλήσεις του Κογκρέσου στον Ρουίς να παραιτηθεί δεν πιάνουν γιατί η κυβέρνηση Φοξ τον στηρίζει. Σήμερα άρχισε να συζητείται πάλι διστακτικά η πιθανότητα και η διέξοδος που δίνει το Σύνταγμα σε τέτοιες περιπτώσεις "κρίσης": η κατάργηση των εξουσιών στην Οαχάκα που σημαίνει και διορισμό προσωρινού κυβερνήτη. Θα δούμε τις επόμενες μέρες. Ωστόσο η σημερινή απόφαση για εισβολή στο πανεπιστήμιο δεν είναι καλό σημάδι. Με δεδομένη και δηλωμένη απο χθες και την απόφαση του Ομπραδόρ (έπρεπε να σκοτωθούν΄άνθρωποι πρώτα για να δηλώσει και αυτός κάτι πιο "ριζοσπαστικό") να "στηρίξει" τον αγώνα του λαού της Οαχάκα, θα φανεί σαν απόλυτη ήττα της κυβέρνησης.
Και βέβαια εκτός από ήττα της κυβέρνησης θα είναι και μια απόλυτη νίκη ενός λαού ολόκληρου και ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου για την επόμενη κυβέρνηση. Μπορεί, και δικαίως, τα μάτια όλων μας να είναι στραμμένα στην Οαχάκα σήμερα, αλλά ήδη λειτουργούν η Συνέλευση του Λαού στο Γκερρέρο και στο Μιτσοακάν και τα συνδικάτα των δασκάλων σε έξι πολιτείες κήρυξαν απεργία διαρκείας....
Όπως και ναχει, σήμερα ήταν μία υπέροχη μέρα, η πρώτη μετά από πολλές: ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ!!!!!!!!!! Η Οαχάκα δεν είναι δική τους
Αλάνα
Δείτε φωτογραφίες από τη χθεσινή επίθεση στο: http://chiapas.indymedia.org/display.php3?article_id=137924
Posted by...Ανώνυμος at 12:55 μ.μ. 0 comments