"Ζαπάτα -αν θέλετε πόλεμο"

Πριν λίγο καιρό (εντάξει, αρκετό καιρό –αλλά διαβάζω αργά), ο Ευ-άγγελος μου χάρισε ένα βιβλίο. Ήταν η «Μεξικάνικη επανάσταση 1910-1920» του Αδόλφο Τζίλι (εκδόσεις ΚΟΥΚΙΔΑ). Και δεν φτάνει που μου το χάρισε, είχε την απαίτηση να το διαβάσω για να του λύνω απορίες σχετικά με τους Ζαπατίστας και τον Ζαπάτα.
Όταν άρχισα να το διαβάζω, θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια. Ξέρεις, την εποχή που διάβαζα μαρξιστές για να περάσω το μάθημα –ναι, ο Τζίλι είναι μαρξιστής και το βιβλίο είναι από αυτά που κάθε δυο γραμμές κείμενο έχει είκοσι γραμμές υποσημειώσεις. Έφαγα στη μάπα και μια εισαγωγή που με ανάγκασε να ξεσκονίσω ότι Γκράμσι, Μαρκούζε και λοιπούς πανδύσκολους είχα διαβάσει –κοντολογίς, ήμουν έτοιμος να βρω τον Ευ-άγγελο και να του σερβίρω το βιβλίο με σάλτσα Μαδέρα, να το φάει, να ησυχάσω. Ευτυχώς, προχώρησα (καθαρά λόγω περιέργειας) και στα επόμενα κεφάλαια.
Το βιβλίο του Τζίλι είναι ένα επιστημονικό σύγγραμμα. Χρειάζονται θεωρητικά προαπαιτούμενα για να βγάλεις άκρη και … Θα μπορούσα να γκρινιάζω με τις ώρες, το γεγονός όμως είναι πως το βιβλίο του Τζίλι είναι ένα από τα ελάχιστα επιστημονικά κείμενα που σε αφήνει με σφίξιμο στο στομάχι. Πως το κάνει δεν ξέρω, αλλά είναι συγκινητικό –όσο και ένα κλασσικό μυθιστόρημα.

«Γη και ελευθερία»
Πέρα από τη θεωρητική προσέγγιση, το βιβλίο παρουσιάζει τη μεξικάνικη επανάσταση, από το 1910 –τότε που το καθεστώς του Πορφίριο Ντίας φρόντιζε για την αύξηση των λατιφουντίων (τι είναι αυτό; οι μεγάλες εκτάσεις γης που ανήκαν στους γαιοκτήμονες και απασχολούσαν αγρότες –δουλοπάροικους) με νόμους που έπαιρναν τις κοινοτικές εκτάσεις των χωριών (εχίδος) και τις ενσωμάτωναν στη μεγάλη ιδιοκτησία. Φυσικά, ο Ντίας είχε πάρει την εξουσία με τη βία.
Τον Ιούνιο του 1910 ο Ντίας επανεκλέχτηκε, τη στιγμή που ο βασικός αντίπαλός του για το αξίωμα της προεδρίας, ο Φρανσίσκο Μαδέρο βρισκόταν στη φυλακή. Ο Μαδέρο, έφυγε για τις ΗΠΑ, όταν αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους και κήρυξε άκυρες τις τελευταίες εκλογές. Έκανε και μια δικιά του κυβέρνηση με τον εαυτό του στη θέση του Προέδρου και ανακοίνωσε το Σχέδιο του Σαιν Λούις, όπου υποσχέθηκε, μεταξύ των άλλων, την επιστροφή της γης (που είχε δώσει ο Ντιας στους φεουδάρχες) στους αρχικούς της ιδιοκτήτες.
Η προσπάθειά του ήταν ανοργάνωτη και θα καταντούσε γραφική αν δεν υπήρχε η Τσιουάουα, στον μεξικανικό βορρά. Εκεί, ο κυβερνήτης Αμπραάμ Γκονσάλες, που ήταν οπαδός του Μαδέρο ξεκίνησε την εξέγερση. Στο πλευρό του εμφανίζονται για πρώτη φορά ο Φρανσίσκο (Πάντσο) Βίγια, ο Πασκουάλ Ορόσκο και άλλοι άγνωστοι οπλαρχηγοί. Ο στρατός τους αυξάνεται μετά από κάθε νίκη επί του Ομοσπονδιακού στρατού και γρήγορα κυριαρχούν στις περισσότερες πόλεις του βορρά.
Παράλληλα, στο νότο, στην πολιτεία Μορέλος εξεγείρεται ο Εμιλιάνο Ζαπάτα. Οι επαναστάτες προελαύνουν και από τις δυο πλευρές, ο Μαδέρο μπαίνει στο Μεξικό, χάνει τις μάχες που διευθύνει και κερδίζει τις πολιορκίες πόλεων στις οποίες κάνουν του κεφαλιού τους οι Βίγια και Ορόσκο.
Ο Μαδέρο έρχεται σε συμφωνία με τον Ντίας, όταν βλέπουν πως η κατάσταση τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη και υπογράφουν το Σύμφωνο της Σιουδάδ Χουάρες, που ρυθμίζει το πολιτειακό, αλλά δεν λέει λέξη για την επιστροφή της γης στους αγρότες.
Στις 25 Μαρτίου του 1911, ο Πορφίριο Ντίας παραιτείται και εξορίζεται στη Γαλλία και στις 7 Ιουνίου, ο Φρανσίσκο Μαδέρο μπαίνει θριαμβευτής στην πόλη του Μεξικού. Η ηγεσία αλλάζει όνομα, αλλά όχι στάση και μάλιστα την εποχή που οι επαναστάτες κυριαρχούν στην ύπαιθρο.
Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, ξεκίνησε την πολιτική του διαδρομή όταν εκλέχτηκε πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου του Ανενεκουίλκο. Ήταν 30 χρονών και είχε λίγη γη στην κατοχή του –δεν ήταν πλούσιος, αλλά δεν ήταν και φτωχός αγρότης. Ήταν φημισμένος δαμαστής αλόγων, αυτό είχε σαν κύρια εργασία. Αγωνιζόταν για την εξασφάλιση της κοινοτικής γης, ενάντια στον κυβερνήτη της πολιτείας που εξέδιδε νόμους φιλικούς προς τους γαιοκτήμονες και άρπαζε συνεχώς τα κοινοτικά εχίδος. Αφού εξάντλησε τα νόμιμα μέσα, μάζεψε καμιά ογδονταριά χωρικούς και πήραν με τη βία τη γη που τους ανήκε. Μετά άρχισαν να την καλλιεργούν και να την περιφρουρούν –μέχρι που η κυβέρνηση τους την παραχώρησε με ένα ευνοϊκό διάταγμα. Αυτή ήταν η πρώτη του νίκη στον αγώνα για την επιστροφή της γης.
Ο Φραγκίσκο Βίγια ήταν αγρότης του βορρά που είχε βγει στην παρανομία μετά από διαμάχες με τους τοπικούς φεουδάρχες. Είχε οργανώσει αντάρτικες ομάδες στα βουνά, οι οποίες χτυπούσαν αιφνιδιαστικά, έκλεβαν ζώα και μετά εξαφανίζονταν. Αυτές οι ομάδες είχαν υποστήριξη από τα χωριά και, από την πλευρά τους, χρησιμοποιούσαν το σύστημα «κλέβω από τους πλούσιους και τα δίνω στους φτωχούς». Όλα αυτά μέχρι να ενταχθεί στον στρατό του Μαδέρο, όπου έγινε Διοικητής Μεραρχίας.
Οι επαναστατικοί στρατοί, αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους στον Μαδέρο, όσο αυτός δεν έκανε αναδιανομή της γης και, στις 28 Νοεμβρίου του 1911 υπογράφτηκε το Σχέδιο της Αγιάλα. Η πλήρης ονομασία του ήταν «Απελευθερωτικό Σχέδιο των τέκνων της πολιτείας Μορέλος, μελών του Εξεγερμένου Στρατού που προασπίζουν την εκπλήρωση του Σχεδίου του Σαν Λουίς Ποτοσί, με τις μεταρρυθμίσεις που έκριναν κατάλληλες προς μεγαλύτερο όφελος της Μεξικανικής Πατρίδας». Το σχέδιο προέβλεπε την πλήρη διανομή της γης στους αγρότες και τις αγροτικές κοινότητες. Υπογράφηκε από 7 στρατηγούς, 17 συνταγματάρχες, 34 λοχαγούς και έναν υπολοχαγό του ζαπατικού στρατού. Όλοι σχεδόν ήταν αγρότες, εκτός από τον Μοντάνιο κι ένα ακόμα άτομο και οι περισσότεροι μόλις που γνώριζαν να γράφουν το όνομά τους. Ο Χιλντάρδο Μαγκάνια περιγράφει την ιστορική στιγμή, κατά την οποία ξεκίνησε μια επανάσταση με σοσιαλιστικό χαρακτήρα, νωρίτερα ακόμα και από τη ρωσική επανάσταση:
«Όλοι οι ζαπατικοί διοικητές που δρούσαν σ’ εκείνη την περιοχή έλαβαν διαταγές να συγκεντρωθούν το συντομότερο στην οροσειρά της Αγιοσούστλα … (που) μεταμορφώθηκε σ΄ ένα ζωηρό επαναστατικό στρατόπεδο, όπου πλήθος ανδρών, με σταυρωτά στο στήθος τα φισεκλίκια μισογεμάτα με φυσίγγια και στο ροζιασμένο και σκούρο χέρι την καραμπίνα ακόμα να μυρίζει μπαρούτι, στριμώχνονταν σ΄ ένα πολύχρωμο σύνολο, σχολιάζοντας τα πρόσφατα γεγονότα και ρωτώντας ο ένας τον άλλο για το σκοπό εκείνης της συνάντησης, που όλοι προαισθάνονταν ότι ήταν σημαντική.
Στο εσωτερικό της καλύβας που τους είχε χρησιμεύσει ως κατάλυμα, ο στρατηγός Ζαπάτα και ο καθηγητής Μοντάνιο συζητούσαν για πράγματα που οι άλλοι απέξω δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν, παρά τη λαχτάρα και περιέργειά τους. Τελικά ο πρώτος, πάντα σοβαρός μέσα στην ευγένειά του, όρθιος στη ζέστη της πόρτας της καλύβας είπε:
-Όσοι δεν φοβούνται, να περάσουν να υπογράψουν! …
Και αμέσως μετά, ο Μοντάνιο, όρθιος δίπλα σ΄ ένα ξύλινο, μικρό και χοντροκομμένο τραπέζι, που το διατηρούν οι κάτοικοι της Αγιοσούστλα σαν ιστορικό κειμήλιο, με την άγρια και βαριά φωνή του και τον τόνο του επαρχιώτη δασκάλου, διάβασε το Σχέδιο της Αγιάλα.
Όλοι οι παρόντες υποδέχτηκαν το ντοκουμέντο με ξέσπασμα ενθουσιασμού και οι διοικητές και αξιωματικοί το υπέγραψαν συγκινημένοι».

Ο Μαδέρο είναι Πρόεδρος της χώρας αλλά δεν έχει την εξουσία. Οι επαναστάτες διακρίνουν σε αυτόν, έναν ακόμα προδότη –μετά τη συμφωνία του με τον Ντίας και ο Αρχιστράτηγος του Στρατού Επιχειρήσεών του, ο Βικτοριάνο Ουέρτα, τον δολοφονεί. Γίνεται και πρόεδρος της χώρας αλλά η ύπαιθρος εξακολουθεί να βράζει. Όσο κι αν προσπαθεί ο Ουέρτα να προσελκύσει τη Μεραρχία του Βορρά και όσο κι αν δίνει αξιώματα, γη, χρήματα και εγγυήσεις στον Ζαπάτα –δεν καταφέρνει να κερδίσει την υποστήριξή τους.
Και τότε εμφανίζεται ο Βενουστιάνο Καρράνσα –πρώην υποστηρικτής του Ντίας, γαιοκτήμονας και γερουσιαστής της πολιτείας Κοαουίλα –ο οποίος ξεκινάει καινούργιο πραξικόπημα κατά του Ουέρτα. Μια ακόμα κομβική μορφή στην ιστορία της μεξικάνικης επανάστασης είναι ο στρατηγός Αλβάρο Ομπρεγόν, ο οποίος αποφασίζει να προσφέρει τη στήριξή του στον Καρράνσα. Και στις 15 Αυγούστου του 1914 μπαίνει θριαμβευτής στην πόλη του Μεξικού προσφέροντας τη διακυβέρνηση της χώρας στον Καρράνσα.
Συνοψίζοντας την κατάσταση, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έχουμε τους στρατούς των επαναστατών Βίγια και Ζαπάτα –οι οποίοι ελέγχουν τον Βορρά και τον Νότο αντίστοιχα και την κυβέρνηση του Καράνσα στο κέντρο, η οποία στηρίζεται από τα μικροαστικά στρώματα. Ο Ομπρεγόν προσπαθεί να εξασφαλίσει την υποστήριξη του πρώην συναγωνιστή του Βίγια –αλλά μάταια.

Χωρίς δικαίωμα ψήφου –αλλά και χωρίς επιστροφή από το Αγουασκαλιέντες
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο Καρράνσα ενημερώνει πως θα συγκαλέσει συνάντηση όλων των στρατιωτικών αρχηγών στην πόλη του Μεξικού. Ο Ομπρεγόν πηγαίνει την πρόσκληση στον Βίγια, ο οποίος βλέπει πως δεν υπάρχει στα περιεχόμενα της συνάντησης ούτε κουβέντα για το αγροτικό ζήτημα, θεωρεί την όλη κίνηση ως ραδιουργία και είναι έτοιμος να εκτελέσει τον Ομπρεγόν επιτόπου. Δυστυχώς, ο Ομπρεγόν γλιτώνει με την παρέμβαση των αξιωματικών του Βίγια. Και μεσολαβεί στον Καρράνσα προκειμένου να γίνει η συνάντηση σε «ουδέτερο έδαφος» και συγκεκριμένα στην πόλη Αγουασκαλιέντες.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1914 ξεκινάει τις εργασίες της η Στρατιωτική Συνέλευση του Αγουασκαλιέντες, στην οποία παίρνουν μέρος οι αντιπρόσωποι του Καράνσα, υπό τη διεύθυνση του Ομπρεγόν, ο Βίγια και οι αξιωματικοί του. Λίγες μέρες μετά την εγκατάστασή της, η Συνέλευση ανακηρύσσεται κυρίαρχη και αποφασίζει να ορίσει μια επιτροπή που θα καλέσει τον Ζαπάτα να στείλει αντιπροσώπους του. Πράγματι, στις 27 Οκτωβρίου ενσωματώνεται στη Συνέλευση η ζαπατική επιτροπή, μόνο με δικαίωμα λόγου αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου –αφού ο Ζαπάτα, για να στείλει κανονική αντιπροσωπία έχει θέσει ως όρο της έγκριση των αρχών του Σχεδίου της Αγιάλα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Συνέλευση παραπαίει. Το κλίμα αλλάζει με την ενσωμάτωση των ζαπατικών και στις 28 Οκτωβρίου, έξω από κάθε σχέδιο, η Συνέλευση εγκρίνει ομόφωνα τα κυριότερα άρθρα του Σχεδίου της Αγιάλα. Ο Καρράνσα βλέπει την παγίδα και προσπαθεί να κωλυσιεργήσει αλλά η Συνέλευση δεν μπορεί να εμποδιστεί. Στις 30 Οκτωβρίου αποφασίζεται η παύση του Καρράνσα, αλλά και του Βίγια από τη θέση του διοικητή της Μεραρχίας του Βορρά και συστήνεται μια επιτροπή διακυβέρνησης. Την 1η Νοεμβρίου εκλέγεται προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Εουλάλιο Γκουτιέρες με την στήριξη βιγικών και ζαπατικών.
Στις 3 Νοεμβρίου, ο Βίγια προτείνει τη λύση, σύμφωνα με αυτόν, της διένεξής του με τον Καράνσα. Ούτε εκτοπισμός στην Αβάνα, όπως πρότεινε ο Καρράνσα, ούτε απλώς αποπομπή και των δυο –ο Βίγια προτείνει στη Συνέλευση να αποφασίσει να τουφεκίσει και τους δυο ταυτόχρονα, για να τελειώνουν με τα προβλήματα. Περιττό να ειπωθεί πως η πρόταση έγινε δεκτή πανηγυρικά από τη Συνέλευση και, φυσικά, δεν πάρθηκε καμιά απόφαση.
Στις 10 Νοεμβρίου, ο Γκουτιέρες κηρύσσει στασιαστή τον Καρράνσα και διορίζει αρχηγό επιχειρήσεων τον Βίγια. Ο Καράνσα έχει ήδη αποσυρθεί στη Βερακρούς και κηρύσσει, με τη σειρά του, στασιαστές τα μέλη της Συνέλευσης. Ο Βίγια αποφασίζει να βαδίσει προς την πόλη του Μεξικού και ζητάει από τον Ζαπάτα να μπλοκάρει τον Καράνσα στη Βερακρούς.
Στις 3 Δεκεμβρίου μπαίνουν στην πόλη του Μεξικού τα στρατεύματα της Μεραρχίας του Βορρά, μαζί με την Συνέλευση και την κυβέρνησή της –ενώ την επόμενη μέρα γίνεται η συνάντηση του Βίγια με τον Ζαπάτα στο Σοτσιμίλκο.
Οι αγροτικοί στρατοί καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα και κατέχουν πλέον, σχεδόν το σύνολο της χώρας, ενώ οι δυνάμεις του Καράνσα είναι μια στρατιωτική φράξια ηττημένη, πεταμένη πάνω σε μια λωρίδα ακτής -με καταφύγιο το λιμάνι του Βερακρούς. Όλη η χώρα έχει μετατοπιστεί προς τα αριστερά, κάτω από τη σφοδρή ώθηση των επαναστατών. Ο Ζαπάτα με τον Βίγια ποζάρουν στο Προεδρικό Μέγαρο –κάθονται και στην Προεδρική καρέκλα για να κάνουν πλάκα. Η επανάσταση έχει νικήσει αλλά δεν έχει θριαμβεύσει. Και γι’ αυτό η διάλυση είναι κοντά.

«Θα γυρίσω, θα γυρίσω και θα σε γδάρω μπάσταρδε»
Οι αγρότες που αποτελούν τους στρατούς των Ζαπάτα και Βίγια έχουν εξεγερθεί ζητώντας πίσω τη γη που τους ανήκε. Γι΄αυτό και κυριαρχούν στην ύπαιθρο αλλά μοιάζουν αμήχανοι όταν μπαίνουν στις πόλεις. Το εργατικό κίνημα δεν είναι τόσο ισχυρό και, στην ουσία, οι αγρότες δεν ξέρουν τι να κάνουν με την εξουσία που διαθέτουν. Η κυβέρνηση που έχει προκύψει, αποτελείται από ανίσχυρους μικροαστούς που κατέχουν τις θέσεις αλλά δεν διαθέτουν πραγματική εξουσία. Είναι μια κυβέρνηση ομήρων, παγιδευμένη στην πόλη του Μεξικού –χωρίς όραμα και χωρίς διάθεση για μεταρρυθμίσεις. Δεν αργεί λοιπόν να ξεσπάσει κρίση η οποία δίνει την αφορμή στα μέλη της κυβέρνησης να λιποτακτήσουν και, στη συνέχεια, να ενσωματωθούν στις δυνάμεις του Καρράνσα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαμάχη μεταξύ του στρατηγού Χουάν Μπαντέρας, οπλαρχηγού του Βίγια με το παρατσούκλι «ο Καμπούρης» και του Υπουργού Παιδείας Χοσέ Βασκονσέλος. Μια μέρα ο Βίγια μαθαίνει πως ο Καμπούρης ψάχνει σε όλη την πόλη τον Υπουργό για να του την «μπουμπουνίσει». Ο Γκουτιέρες διαμαρτύρεται έντονα και ο Ζαπάτα καλεί στον οπλαρχηγό του σε απολογία. Ο Καμπούρης λέει πως, πριν την επανάσταση, ήταν φυλακισμένος στην πόλη του Μεξικού για μια κτηματική υπόθεση. Τότε ο Βασκονσέλος προσφέρθηκε να τον υπερασπιστεί, του απέσπασε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και μετά εξαφανίστηκε. Ο Καμπούρης είχε μαζέψει αυτά τα χρήματα με πολλές θυσίες και οικογενειακές στερήσεις.
Ο Βίγια του πρότεινε να αφήσει ήσυχο τον Υπουργό και θα αποζημιωνόταν για τα χρήματα που είχε χάσει, αλλά ο Καμπούρης είπε πως δεν τον ενδιέφεραν καθόλου τα χρήματα πλέον –αλλά δεν μπορούσε να είναι υπεύθυνος για τη διαπαιδαγώγηση των νέων κάποιος τόσο διεφθαρμένος. Και γι΄αυτό, όπου τον έβρισκε θα τον «χαλούσε» εκείνο τον «δικηγοράκο» για να κάνει ένα καλό στη νεολαία του Μεξικού.
Ο Βίγια πείστηκε, κάλεσε τον Βασκονσέλος και του πρότεινε να εγκαταλείψει την πόλη του Μεξικού και να μετατεθεί σε άλλη θέση στην επικράτεια, γιατί, εάν παρέμενε, ο Καμπούρης θα τον σκότωνε, επειδή ήταν «ένας άντρας δίκαιος» και δεν μπορούσες να παίζεις μαζί του. «Εσείς θερίζετε ότι έχετε σπείρει» του είπε ο Βίγια. Ο Βασκονσέλος την κοπάνησε και εντάχθηκε στις δυνάμεις του Καρράνσα. Αλλά και η υπόλοιπη κυβέρνηση διαλυόταν.
Αποφάσισαν λοιπόν να αφήσουν τον Βίγια ήσυχο και να φθείρουν τους ζαπατικούς που δεν είχαν τόση μεγάλη δύναμη μέσα στην πόλη και, επιπλέον εκνεύριζαν τους μικροαστούς λόγω της καθαρά αγροτικής καταγωγής τους. Η εντολή προς τους αξιωματούχους της κυβέρνησης ήταν:
«Εναντίον του Βίγια, δεν θα καταφέρουμε τίποτα προς το παρόν. Για ποιο λόγο μας χρειάζεται αν όχι για σημαία; Όμως με τους ζαπατικούς, τα πράγματα αλλάζουν. Αν σας ζητήσουν χρήματα, δώστε τους, δώστε τους προσέχοντας μόνο να μην ξεφύγουν από το λογαριασμό –όμως αν σας ζητήσουν όπλα ή πυρομαχικά ή τραίνα, ούτε νερό να μην τους δώσετε» (Μαρτίν Λουίς Γκουσμάν).
Προσπαθώντας να εκτελέσουν τέτοιου είδους διαταγές, οι κυβερνητικοί έρχονταν σε σύγκρουση με τους επαναστάτες. Για παράδειγμα:
«Μια ομάδα από δαύτους, απογοητευμένοι που δεν είχαν εξασφαλίσει αυτό που επιθυμούσαν, με εκδικήθηκαν χορεύοντας στην αίθουσα αναμονής, τρομοκρατώντας τα 50 άτομα που ήταν εκεί παρόντα, κάτι που θα μπορούσε να ονομάζεται ‘ο χορός του τουφεκιού και του πιστολιού’. Και αυτοί ήταν από τους πιο ήρεμους –αφού άλλοι, χωρίς να υπεκφεύγουν, απλώς με απειλούσαν με θάνατο, όπως ο στρατηγός που μου ζητούσε τρένα για να σπεύσει προς βοήθεια του χωριού Αμοσόκ, που του είχαν επιτεθεί οι καρρανσικοί. Εγώ τον διαβεβαίωνα ότι δεν διαθέταμε ατμομηχανές, αυτός επέμενε ότι υπήρχαν και όταν, τελικά, εν είδει συμβιβασμού, του πρόσφερα μια πολύ παλιά και σχεδόν άχρηστη –τόσο παλιά που ακόμα έκαιγε ξύλα –εξοργίστηκε τόσο, που μου είπε, εντελώς εν ψυχρώ:
-Εντάξει αφεντικό παίρνω αυτή. Όμως αλίμονο σου μπάσταρδε, αν μου τη φέρεις! Γιατί τότε θα έρθω και θα σε μαυρίσω.
Ακούγοντας τη βρισιά, άρπαξα ένα κρυστάλλινο πρες παπιέ που ήταν πάνω στο τραπέζι μου και έκανα να του το πετάξω στο κεφάλι, ενώ τον ρωτούσα έξαλλος:
-Ποιόν είπες μπάσταρδο;
-Τίποτα αφεντικό, τίποτα –μην αρπάζεσαι, μια κουβέντα ήταν. Όμως για τα υπόλοιπα δεν κάνω πίσω –έτσι και πας να μου τη φέρεις, θα γυρίσω, θα γυρίσω και θα σε γδάρω»
(Μαρτίν Λουίς Γκουσμάν).
Τα μικροαστικά στρώματα απέσυραν με γοργούς ρυθμούς την στήριξή τους προς τους επαναστάτες, τα μέλη της κυβέρνησης την κοπανάνε από την πόλη του Μεξικού και ο Ομπρεγόν, βλέποντας καθαρά την αλλαγή συσχετισμών προσφέρει πλήρη στήριξη στον Καρράνσα. Τα πάντα είναι τόσο απλά και γι’ αυτό τρομερά δύσκολα. Αρκεί μια συντονισμένη επίθεση των στρατών των Βίγια και Ζαπάτα –οι δυνάμεις του Καρράνσα είναι ακόμα ασυντόνιστες και οι επαναστάτες υπερτερούν αριθμητικά. Με μια επίθεση θα πετούσαν τους καρρανσικούς στη θάλασσα. Αλλά οι επαναστάτες δεν το κάνουν –διστάζουν και κωλυσιεργούν. Γιατί; Προφανώς, επειδή δεν αισθάνονται άνετα να πολεμούν μακριά από τη γη τους. Δεν έχουν καμιά διάθεση να υπερασπιστούν την κρατική εξουσία –θέλουν απλά τη γη που τους ανήκει και η Βέρακρους είναι κάτι μακρινό και αόριστο. Ο τοπικιστικός χαρακτήρας της επανάστασης, που την προσδιόρισε από την αρχή –τώρα θα την οδηγήσει στην κατάρρευση. Αυτό φαίνεται και από τις αποφάσεις του Βίγια στην πόλη του Μεξικού. Τα συνδικάτα των εργαζομένων ζητούν, ο Βίγια προσπαθεί, αλλά δεν έχει αποκρυσταλλωμένες θέσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που δημιουργείται χάος, διακοπές παροχής ηλεκτρισμού ή υδροδότησης.

Οι επαναστάτες πεθαίνουν όρθιοι
Ο Ομπρεγόν εκμεταλλεύεται την έλλειψη συγκεντρωτικής διοίκησης στους στρατούς των επαναστατών, διακρίνει πως οι σχέσεις των Βίγια και Ζαπάτα περνούν κρίση –λόγω των δολιοφθορών που έχει προκαλέσει η κυβέρνηση στους ζαπατικούς και καταλαμβάνει αιφνιδιαστικά την Πουέμπλα. Πρόκειται για πόλη στην οποία δεν έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις η αγροτική μεταρρύθμιση –και για την οποία ο Ζαπάτα αδιαφορεί.
Μετά την Πουέμπλα, ο Ομπρεγόν δεν καθυστερεί με τους ζαπατικούς αλλά χτυπάει κατευθείαν την Πόλη του Μεξικού από την οποία λείπουν τα στρατεύματα του Βίγια. Καταλαμβάνει την Πόλη του Μεξικού και κόβει, για μια ακόμα φορά, τους επαναστάτες στη μέση. Μόνο που υπάρχει μια διαφοροποίηση στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η πόλη του Μεξικού καταλαμβάνεται από έναν επαναστατικό στρατό (γιατί τέτοιος θεωρούνταν ο στρατός του Ομπρεγόν) –ο οποίος μπαίνει στην πόλη και υπόσχεται μεταρρυθμίσεις. Αλλά, επειδή η συγκεκριμένη ηγεσία προέρχεται από τα αστικά στρώματα, οι Καρράνσα και Ομπρεγόν εξασφαλίζουν την στήριξη ακόμα και των εργατών της πόλης του Μεξικού. Στις 8 Φεβρουαρίου του 1915 γίνεται συνέλευση στον Οίκο του Παγκόσμιου Εργάτη, όπου συγκρούονται δυο τάσεις: αυτή που υποστηρίζει τον Καρράνσα και οι υποστηρικτές του Ζαπάτα. Οι πρώτοι υπερισχύουν μετά από συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα «Ερυθρά Τάγματα» που τα επανδρώνουν εργάτες και θα συμμετάσχουν στην εκστρατεία κατά των Βίγια και Ζαπάτα. Οι διαφωνούντες διοργανώνουν απεργίες και κινητοποιήσεις κατά αυτής της απόφασης.
Ο Ομπρεγόν, ασχολήθηκε κατά πρώτο λόγο με τον Βίγια και κατάφερε, μετά την εκστρατεία στον Βορρά να καταλάβει τις κυριότερες πόλεις του βιγισμού. Οι δυνάμεις του Βίγια αποσύρθηκαν στα βουνά, η αντίσταση συνεχιζόταν στην ύπαιθρο, αλλά η περίφημη Μεραρχία του Βίγια γνώριζε μέρες παρακμής, χάνοντας συνεχόμενες μάχες. Την ίδια στιγμή, οι ζαπατικοί ασχολούνταν με την οργάνωση του νότου –αποκομμένοι εντελώς από τις συγκρούσεις του Βορρά. Στις αρχές του 1916, μόνο μερικές εκατοντάδες άντρες είχαν απομείνει στον Βίγια –ο οποίος πήρε πάλι τον δρόμο για τα βουνά, απ’ όπου συνέχισε την αντίσταση για τέσσερα ακόμα χρόνια.
Ήδη από τις αρχές του 1916, οι αντάρτικες ομάδες του Βίγια είχαν διάφορα επεισόδια με τους Βορειοαμερικάνους –των οποίων η κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει τον Καρράνσα και βοηθούσε υλικά-οικονομικά τον στρατό του Ομπρεγόν. Τον Ιανουάριο του 1916, ο Πάμπλο Λόπες –επιτελής τους στρατού του Βίγια –σταμάτησε ένα τρένο στη Σάντα Ισαβέλ της Τσιουάουα και εκτέλεσε 17 Βορειοαμερικάνους επιβάτες. Αυτό το επεισόδιο, που ξεσήκωσε κατακραυγή στις ΗΠΑ, γρήγορα πέρασε σε δεύτερο πλάνο από ένα χτύπημα πολύ πιο τολμηρό. Στις 9 Μαρτίου του 1916, πεντακόσιοι στρατιώτες, με τον Πάντσο Βίγια επικεφαλής, διέσχισαν τα σύνορα και επιτέθηκαν στη βορειοαμερικάνικη κωμόπολη Κολόμπους, αποσυρόμενοι κατόπιν στη μεξικανική πλευρά. Στην εξάωρη μάχη πέθαναν περισσότεροι από 100 Μεξικάνοι και 19 Βορειοαμερικάνοι.
Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες αυτής της «εισβολής» -η πρώτη και μοναδική εισβολή στο έδαφος των ΗΠΑ μέχρι σήμερα –εκ μέρους του Πάντσο Βίγια. Κάποιοι λένε ότι έγινε έξαλλος από τη δολοφονία μιας ομάδας Μεξικανών εργαζομένων που έμπαιναν στις ΗΠΑ, τους οποίους έκαψαν ζωντανούς πυρπολώντας μια δεξαμενή βενζίνης, όπου τους έλουζαν ως «υγειονομικό μέτρο». Άλλοι λένε πως ήταν αντίποινα για τη στήριξη του Ουίλσον στον Καρράνσα. Κάποιοι υποστήριξαν πως ήταν προβοκάτσια ενός κομματιού της αστικής τάξης των ΗΠΑ, που κατάφερε να ωθήσει τον Βίγια σε αυτή την ενέργεια –για να αποκτήσουν οι ΗΠΑ έρεισμα εισβολής στο Μεξικό. Το πιο πιθανό είναι, πως η ενέργεια του Βίγια αποσκοπούσε στο σαμποτάρισμα των οικονομικών συμφωνιών μεταξύ Ουίλσον και Καρράνσα –οι οποίες θα μετέτρεπαν το Μεξικό σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ.

Με μια αισιοδοξία, τόσο μακρινή από την πραγματικότητα, ο Βίγια στέλνει γράμμα στον Ζαπάτα και τον καλεί να έρθει με τα στρατεύματά του στον Βορρά και να επιτεθούν μαζί στις ΗΠΑ:
«…το ξεπούλημα της Πατρίδας είναι γεγονός, και κάτω από αυτές τις συνθήκες … αποφασίσαμε να μη χαραμίσουμε ούτε ένα φυσίγγιο παραπάνω στους Μεξικάνους αδερφούς μας και να προετοιμαστούμε και να οργανωθούμε κατάλληλα ώστε να επιτεθούμε στους Αμερικάνους στα ίδια τους τα λημέρια και να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι το Μεξικό είναι γη ελεύθερων και τάφος θρόνων, στεμμάτων και προδοτών.
Καθώς η μετακίνησή μας προς τις ΗΠΑ μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από το βορρά, δεδομένου ότι δεν έχουμε πλοία, σας παρακαλώ να μου πείτε αν είστε σύμφωνος να έρθετε εδώ με όλα τα στρατεύματά σας και σε ποια ημερομηνία, για να έχω την ευχαρίστηση να έρθω προσωπικά και να σας συναντήσω και μαζί να ξεκινήσουμε το έργο της ανασυγκρότησης και επέκτασης του Μεξικού, αντιμετωπίζοντας και τιμωρώντας τον αιώνιο εχθρό μας, για τον οποίο θα πρέπει πάντοτε να υποδαυλίζουμε το μίσος και να τους προκαλούμε δυσκολίες και μνησικακίες μέσα στη φυλή μας»
. Αυτό ήταν το γράμμα ενός επαναστάτη που έχανε τον πόλεμο, αλλά όχι το δικαίωμα να ονειρεύεται ελεύθερος.
Και επειδή τα όνειρα δεν πάνε χαμένα μόνο όταν κάποιος παλέψει για την υλοποίησή τους κόντρα στη λογική –ο Βίγια κατάφερε να ματαιώσει, έστω πρόσκαιρα, τις συμφωνίες ξεπουλήματος του Μεξικού στις ΗΠΑ. Γιατί, όπως το είχε υπολογίσει, στις 15 Μαρτίου του 1916, ένα εκστρατευτικό σώμα Αμερικάνων εισέβαλε στο Μεξικό –σε μια «εκστρατεία αντιποίνων». Επικεφαλής ήταν ο στρατηγός Πέρσινγκ και συμμετείχαν οι ανθυπολοχαγοί Αϊζενχάουερ και Πάτον (ναι, οι γνωστοί). Οι δυνάμεις του Βίγια αποσύρθηκαν και πάλι στα βουνά, οι Αμερικάνοι δεν κατάφεραν τίποτα άλλο εκτός από το να προκαλέσουν συνθήκες σύρραξης μεταξύ Μεξικού και ΗΠΑ και τη λαϊκή αντίδραση των Μεξικανών στους οποίους κυριαρχούσε το σύνθημα «Ζήτω ο Βίγια!». Αυτή ήταν η τελευταία νίκη, σε πολιτικό επίπεδο, της περίφημης Μεραρχία του Βορρά. Το εκστρατευτικό σώμα των ΗΠΑ, αποσύρθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1917, έχοντας καταφέρει μόνο να τορπιλίσει τις συμφωνίες ΗΠΑ-Μεξικού. «Τι νόμιζαν αυτοί οι Αμερικάνοι/ ότι να πολεμάς είναι χορός και καρναβάλι;/ Με τα πρόσωπα γεμάτα ντροπή/ γύρισαν όλοι πίσω στη χώρα τους και πάλι», θα αφηγούνταν αργότερα ένα διάσημο κορρίδο.
Μετά την επικράτηση του στρατού του Ομπρεγόν στο Βορρά, ήρθε η σειρά του Νότου. Μια ακόμα εκστρατεία οργανώθηκε κατά της «Κομμούνας της Μορέλος» η οποία κυριαρχούσε πολιτικά στο Νότο. Επικεφαλής ορίστηκε ο στρατηγός Πάμπλο Γκονσάλες –γνωστός «χασάπης» από την κατάληψη των κεντρικών γραφείων του Οίκου του Παγκόσμιου Εργάτη στο παλιό Τζόκεϊ Κλαμπ της πόλης του Μεξικού. Ο Γκονσάλες εισέβαλε στην πολιτεία της Μορέλος και έκαψε τα πάντα. Οι ζαπατικοί είχαν αποσυρθεί στα βουνά και ήταν έτοιμοι να δώσουν τη μάχη εκεί –ενώ τα στρατεύματα του Γκονσάλες καταλάμβαναν έρημες πόλεις και σκότωναν, βίαζαν, βασάνιζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους.
Ο Γουόμακ παραθέτει έναν ανώνυμο μάρτυρα της φυγής των χωρικών προς τα βουνά –για να γλιτώσουν τα αντίποινα των συνταγματικών, εκείνες τις μέρες του Μαΐου του 1916: «Η Τεούσλα … παρουσίαζε την όψη ενός πανηγυριού, όμως ενός πανηγυριού πόνου και οργής. Τα πρόσωπα ήταν φρενιασμένα, μουρμούριζαν κάποιες λέξεις και όλοι είχαν στην άκρη των χειλιών μια φορτισμένη φράση για τους συνταγματικούς. Στις συζητήσεις, εναλλάσσονταν τα σχόλια των ειδήσεων με τις πληροφορίες που ζητούσαν εκατέρωθεν οι πρόσφυγες για δρόμους, χωριά, αποσπάσματα στρατοπεδευμένα στις πιο απότομες πλαγιές της οροσειράς, απρόσιτες, άγνωστες, για να πάνε ως εκεί και να αφήσουν τις οικογένειές τους… Έμοιαζε σαν να είχε συγκεντρωθεί εκεί μια και μόνη οικογένεια. Οι πάντες μιλούσαν με απόλυτη εμπιστοσύνη, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και απευθύνονταν στον ενικό, άντρες και γυναίκες που ποτέ πριν δεν είχαν ιδωθεί». Όμως ο ανώνυμος μάρτυρας προσθέτει ότι η πλειοψηφία, από τη στιγμή που άφηναν τις οικογένειές τους σε μέρη «απρόσιτα», επέστρεφαν «για να διεκδικήσουν από τον εχθρό τη γη που τους ποδοπατούσε». Από αυτή την αποφασιστικότητα προέκυψε η αναζωπύρωση, προς έκπληξη του εχθρού, της ζαπατικής αντίστασης των επόμενων μηνών.
Ο Γκονσάλες ακύρωσε τη διανομή της γης και οι αξιωματικοί του στρατού του θησαύριζαν με αγοραπωλησίες χωραφιών. Πίστευε πως είχε νικήσει, αλλά δεν ήταν έτσι. Ο στρατός είχε καταλάβει τα χωριά, αλλά 20.000 ζαπατικοί παρέμεναν στα βουνά, οργανωμένοι σε αντάρτικα, ολιγάριθμα σώματα. Όμως διχόνοια είχε ξεσπάσει και μεταξύ των ζαπατικών –όπου η ριζοσπαστική πτέρυγα βρισκόταν σε αμφισβήτηση από τους συντηρητικούς που περίμεναν την πρώτη ευκαιρία για να συνθηκολογήσουν. Σε αυτό συνέβαλλε και η επιδημία γρίπης που αποδεκάτισε τον πληθυσμό –όσους είχαν απομείνει από την λαίλαπα των συνταγματικών. Ταυτόχρονα, στην πόλη του Μεξικού, ο Ομπρεγόν απομακρυνόταν από τον Καρράνσα. Στη Μορέλος, όλο και περισσότεροι αξιωματικοί του Ζαπάτα δέχονταν την αμνηστία της κυβέρνησης και γύριζαν σπίτια τους, αφήνοντας τον αρχηγό τους απομονωμένο στα βουνά –με όλο και λιγότερους άνδρες.
Τον Μάρτιο του 1919 ο Ζαπάτα, αποφασισμένος να συνεχίσει τη στρατιωτική δράση, έμαθε για τις διενέξεις που λεγόταν πως υπήρχαν ανάμεσα στον Πάμπλο Γκονσάλες και έναν από τους υφισταμένους τους, τον συνταγματάρχη ιππικού Χέσους Γκουαχάρδο. Ήταν γνωστό πως ο Γκουαχάρδο ήταν φονιάς άοπλων χωρικών –αλλά ο Ζαπάτα το αγνόησε και του ζήτησε να περάσει στις γραμμές των ζαπατικών με τους άντρες του. Φυσικά, όλη η ιστορία ήταν παγίδα που είχαν στήσει από κοινού οι Γκονσάλες και Γκουαχάρδο. Ο τελευταίος ενημέρωσε τον Ζαπάτα πως δέχεται να περάσει στις γραμμές του και συναντήθηκε μαζί του. Μάλιστα, ο Γκουαχάρδο έδωσε στον Ζαπάτα τις εγγυήσεις που αυτός ζητούσε, εκτελώντας λιποτάκτες ζαπατικούς που αποτελούσαν μέρος των στρατευμάτων του. Μετά, κανόνισαν συνάντηση στο λατιφούντιο της Τσιναμέκα, για τις 10 Απριλίου. Όπως φαίνεται, στον Ζαπάτα έφτασαν φήμες και προειδοποιήσεις ότι θα έπεφτε σε παγίδα, αλλά αυτός τις αγνόησε –αντίθετα με ότι είχε κάνει σε παλιότερες εποχές. Το αντάρτικο ένστικτό του είχε αμβλυνθεί στην απεγνωσμένη αναζήτηση συμμάχων –από όπου κι αν προέρχονταν αυτοί.
Στις 10 Απριλίου του 1919, όταν ο Ζαπάτα μπήκε με τη φρουρά του στην Τσιναμέκα, τον υποδέχτηκε στον περίβολο του λατιφουντίου μια ομοβροντία τουφεκιών. Και πέθανε εκεί, επιτόπου. Το πτώμα του μεταφέρθηκε στην Κουάουτλα για να το δει ο λαός και να μην μείνουν αμφιβολίες για τον θάνατό του.
Στον Βορρά, ο Βίγια, μετά την αποχώρηση των Αμερικάνων συνέχισε να αντιστέκεται –χωρίς ελπίδα. Σε μια από τις τελευταίες τους επιδρομές στην πόλη Οχινάγα –τον συνάντησε η Νέλι Καμπομπέγιο η οποία περιγράφει:
«Η επίθεση του Βίγια στην Οχινάγα είχε για στόχο την αγορά μερικών πραγμάτων που χρειαζόταν γι΄αυτόν και τα παλικάρια του. Φτάνοντας, οι φίλοι του τον είδαν λυπημένο και σκεφτικό. Όπως είπε, ήταν πλέον πολλά τα παλικάρια που είχαν πεθάνει: ο Καντελάριο Σερβάντες στη Ναμικίπα, πολεμώντας τους Βορειοαμερικάνους τους τελευταίους μήνες του 1916 –ο Παμπλίτο Λόπες, αυτός που έκαψε το Κολόμπους, αδερφός του Μάρτιν, που εκτελέστηκε στην Τσιουάουα, ο Χοσέ Ροντρίγκες, αρχηγός του ιππικού του, ο Φιέρρο, που ήταν ο ‘πιστός του σκύλος’, και πολλοί άλλοι που τόσο του έλειπαν. Αφού είχε αγοράσει τα αντικείμενα, τα είπαν για λίγο με τη δόνια Μαγδαλένα και της μίλησε μόνο για τα νεκρά παλικάρια στο Κολόμπους –τον Ορτίς, τον Καστίγιο, τον Βάργκας και άλλους. ‘Όμως δεν πρέπει να παραδοθούμε’, είπε ο στρατηγός Βίγια. ‘Γιατί να παραδοθούμε; Θα συνεχίσουμε μέχρι να πέσει από το δέντρο ο δον Βένους (Βενουστιάνο Καράνσα)’. Και κατόπιν έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε σέρνοντας τα σπιρούνια».
Μετά την αποτυχημένη συνεργασία με τον Φελίπε Άνχελες (που οδήγησε στην εκτέλεση του τελευταίου από τους κυβερνητικούς) και επωφελούμενος την πτώση του Καρράνσα, ο Βίγια εκτελεί την τελευταία του παράτολμη ενέργεια. Αφού ναυάγησαν οι συνομιλίες που ξεκίνησε με τον προσωρινό πρόεδρο Ντε λα Ουέρτα και ενώ ο στρατός τον κυνηγούσε, πέρασε με τα απομεινάρια της Μεραρχίας του την έρημο Μπολσόν ντε Μαπιμί (εκατοντάδες χιλιόμετρα χωρίς σταγόνα νερού) και κατέλαβε αιφνιδιαστικά τον οικισμό του Σαουσίγιο. Αυτή ήταν η προσφιλής τακτική του Βίγια –πρώτα χτυπούσε και μετά διαπραγματευόταν. Έτσι έκανε και τώρα και έτσι κατάφερε να πάρει αμνηστία, χωρίς να χάσει τον βαθμό και το αξίωμά του.
Ο Βίγια πέρασε τρία χρόνια δουλεύοντας το αγρόκτημά του στο Κανουτίγιο με τη φρουρά του. Στις 20 Ιουλίου του 1923, πήγαινε με το αυτοκίνητό του στο Παρράλ από το Κανουτίγιο, μαζί με πέντε άντρες του. Μια ομάδα που του είχε στήσει ενέδρα, άνοιξε πυρ εναντίον του σ’ ένα δρόμο της πόλης –έπεσαν πάνω από 100 πυροβολισμοί και, φυσικά, δεν έμεινε κανένας ζωντανός από όσους ήταν στο αυτοκίνητο του Βίγια.
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά, στα μέσα Ιουλίου του 1928, όταν μόλις είχε εκλεγεί για δεύτερη προεδρική θητεία, δολοφονήθηκε επίσης με πυροβολισμούς –όπως προηγουμένως ο Μαδέρο, ο Ζαπάτα, ο Καράνσα και ο Βίγια –ο τελευταίος από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης, ο στρατηγός Αλβάρο Ομπρεγόν.

Τίποτα δεν τελειώνει, ακόμα και όταν έχει τελειώσει

Η μεξικάνικη επανάσταση είχε προ πολλού ηττηθεί, αλλά τα αποτελέσματα της έμειναν ζωντανά, μέχρι την εποχή της διακυβέρνησης του Λάσαρο Κάρδενας. Και ίσως, κάτι από τις ιδέες εκείνων των ανθρώπων να έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Γι΄αυτό, μάλλον, οι σύγχρονοι Ζαπατίστας έκαναν το «βήμα πιο πέρα» με την 6η Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα. Γιατί έμαθαν από το δικό τους παρελθόν πως –όσο δύσκολο είναι να ανατρέψεις τις ελεεινές κυβερνήσεις, άλλο τόσο και ίσως, ακόμα πιο δύσκολο είναι να δώσεις πρακτική υπόσταση στις ιδέες σου. Και αυτές οι ιδέες, αυτές οι πρακτικές να αφορούν όλον τον κόσμο –όχι μόνο αυτούς που συμμετέχουν στην προσπάθεια, αλλά και αυτούς που δεν ξέρουν, δεν μπορούν και δεν περιμένουν πια.
Ο Κάρλος Φουέντες αφηγείται ότι, διασχίζοντας κάποτε μαζί με ένα Βορειοαμερικάνο συγγραφέα τα χωριά της κοιλάδας της Μορέλος «σταματήσαμε σ’ ένα ανώνυμο χωρίο, ξεχασμένο από τους οδικούς χάρτες και από τις πινακίδες κυκλοφορίας. Ρωτήσαμε έναν αγρότη πως ονομαζόταν το χωριό. Μας απάντησε: Γκαρντούνιο, σε καιρό ειρήνης –Ζαπάτα, σε καιρό πολέμου». Νομίζω πως πλέον, πολλά μέρη του Μεξικού πέρα από τα κανονικά τους ονόματα σε καιρό ειρήνης, λέγονται και «Ζαπάτα –αν θέλετε πόλεμο». Νομίζω πως οι εξεγερμένες κοινότητες της Τσιάπας, το Ατένκο και η Οαχάκα λέγονται πλέον «Ζαπάτα –αν θέλετε πόλεμο». Κι αυτό σημαίνει πως τίποτα δεν τέλειωσε και τίποτα δεν χάθηκε ακόμα.

Posted by...The Motorcycle boy at 10:43 π.μ.  

11 comments:

homelessMontresor είπε... 6/11/06, 12:24 π.μ.  

Καλά που έχουμε εσένα και κερδίζουμε χρόνο από το διάβασμα κάτι σαν fast food reading δλδ! Δεν θέλω καν να μάθω πόσες σελίδες ήταν το βιβλίο! Πάντως πάρα πολύ καλή η "περίληψη"!

Ανώνυμος είπε... 6/11/06, 12:55 π.μ.  

Ευχαριστούμε για την εκπαίδευση!

Eu-aggelos είπε... 6/11/06, 9:19 π.μ.  

τωρα αν πω πως η περίληψη είναι μεγαλύτερη απο το βιβλίο θα σας φανει περίεργο με τον ανωμαλο με τα σεντόνια που έχουμε μπλέξει!

Υ.Γ:Σχόλιο επι της ουσίας λίγο αργότερα.Έλεος!

The Motorcycle boy είπε... 6/11/06, 9:54 π.μ.  

Ρεμάλια και οι δυο σας. Ανοίξτε τα στραβά σας και διαβάστε γιατί θα έχει τεστ μετά.
dizzy, δεν είναι εκπαίδευση ρε. Απλά διάβασα μια ιστορία που μου άρεσε και είπα να την συνοψίσω. (Να την συνοψίσω Ευ-άγγελε, τετρακόσιες τόσες σελίδες βιβλίο -να το στο φέρω στο κεφάλι να μείνεις αναίσθητος από τις πολλές άγνωστες λέξεις).

Erwtas Stomaxhs είπε... 6/11/06, 12:03 μ.μ.  

Μπράβο Mboy, χρειαζόταν αυτό το κείμενο εδώ μέσα.

The Motorcycle boy είπε... 6/11/06, 12:05 μ.μ.  

Άστα αδερφέ -αν διαβάσεις κιόλας το βιβλίο τρως ένα σφίξιμο στο στομάχι -άλλο πράγμα.
Υ.Γ.: Αύριο θα μάθω τον δικό σου τον numb να πίνει καλές μπύρες.

Ανώνυμος είπε... 6/11/06, 12:47 μ.μ.  

Ευτυχώς που έχω τον Ελευθερουδάκη δίπλα και θα πεταχτώ να το πάρω σε 2 λεπτά. Μου δημιούργησες ένα στερητικό σύνδρομο ταχείας ανάγνωσης ένα πράγμα!

Erwtas Stomaxhs είπε... 6/11/06, 1:01 μ.μ.  

Mboy του χρωστάει και ο Sigmund κάποιες μπίρες του κολλητού μου. Δοκιμάστε και την Franziskaner έτσι;

οι σκιές μιλάν είπε... 6/11/06, 1:11 μ.μ.  

Ωστέ αυτό ηταν το πόνημα για το οποίο μίλαγε η Χουανίτα!

Σεντόνι μεν αλλά οκ, έμαθα πολλά που αγνοούσα. Να σαι καλα για τον κόπο σου. Θα σου χρωστώ κάτι εξτρα ουζάκια για τούτο. Με μεζέ..;)

The Motorcycle boy είπε... 6/11/06, 3:18 μ.μ.  

Σεξπύρ πάρτο -αλλά πρόσεξε, γιατί θα σου κάνει τη διάθεση σκατά.
Έρωτα, καλά που μου το θύμισες. Να βουτήξω τον sigmund γιατί τον βλέπω να υπεκφεύγει. Άλλες μπύρες φίλε -βιολογικές θα τσακίσουμε και από το βαρέλι.
Σκιές -δεν είμαι σίγουρος. Κι έχει χαθεί και η Χουανίτα. Έλα εσύ από δω και τα χρωστούμενα θα τα βρούμε. Αν βάλουμε κάτω οτι χρωστάει ο ένας στον άλλο -θα μας πάρουν σηκωτούς από το μαγαζί.

Ανώνυμος είπε... 7/11/06, 11:27 π.μ.  

Εξαιρετική δουλειά! Ευχαριστούμε!

(Χαμένη στο διάστημα και στο ελληνικό σύστημα υγείας. Τσέκαρε το mail σου.)

Δημοσίευση σχολίου